Ο Μανώλης τοποθετούσε διάφορα τενεκεδάκια για να μαζέψει τη βροχή και να προφυλάξει το στρώμα του το αχυρένιο κι εκείνο το στρωσίδι που απ’ τον καιρό του είχε φύγει όλο το υφάδι.
Και τότε δημιουργούνταν μέσα στην καλύβα μια σπάνια μουσική, πρωτόγονη και πρωτάκουστη, απ’ τις σταγόνες που έπεφταν με πάταγο μέσα στα τενεκεδάκια και που ώρα με την ώρα άλλαζε, καθώς το νερό ανέβαινε, σταγόνα τη σταγόνα. Εκεί στο ξέφωτο λοιπόν, δίπλα στο ποτάμι κυλούσε η ζωή του ήρεμη, λιτή και κάποτε βαρετή.
Συντροφιά του τα βατράχια, με εκείνο το ατελείωτο κρώξιμο, τα πουλιά που κρύβονταν στην όχθη μέσα στους θάμνους και παραμόνευαν τα ψάρια όταν ξεθάρρευαν κι ανέβαιναν στον αφρό. Απασχόλησή του η προσπάθεια να εξοικονομήσει το φαγητό του, να μαζέψει ξύλα για τη φωτιά τον χειμώνα, να φτιάξει το τσαρδάκι του έξω απ’ την καλύβα το καλοκαίρι.
Το να εξασφαλίσει το καθημερινό του δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά. Πολλές φορές περνούσαν μέρες χωρίς να φάει, κι αρκούνταν στα βατόμουρα που υπήρχαν άφθονα δίπλα στο ποτάμι. Όταν όμως έπεφταν στο… φιλότιμο τα ψάρια και τσιμπούσαν το αγκίστρι του, τότε γινόταν μεγάλη γιορτή. Αν τύχαινε μάλιστα να πιάσει πάνω από ένα ε, τότε ήταν πανευτυχής.
Εκείνα που περίσσευαν τα περνούσε σ’ ένα λούρο και πήγαινε στη πόλη να τα πουλήσει. Στον γυρισμό, είχε στο σακούλι του όλα τα καλά της γης... Ψωμί, άσπρο και αφράτο, ακόμη και σταφίδες. Του άρεσαν πολύ οι σταφίδες.
Μικρός όταν ήταν, έτρεχε να προαπαντήσει τον πατέρα του στην αυλόπορτα για να πάρει το σακουλάκι με τα μπομπόνια. Κάθε μέρα ο «γέρος» του, του αγόραζε σταφίδες και καραμέλες. Όμως αυτές οι χαρές δεν κράτησαν πολύ. Σαν όνειρο τα θυμόταν όλα ετούτα, γιατί οι γονείς του τον άφησαν πολύ γρήγορα. Ο πατέρας του πέθανε από καρκίνο και σε λίγο καιρό ακολούθησε και η μάνα του.
Σερνόταν άρρωστη καιρό, μα αναγκασμένη να δουλεύει σε κείνο το υγρό και άθλιο εργοστάσιο, έπαθε φυματίωση και στο τέλος πέθανε σε κάποιο σανατόριο.
Ο Μανώλης ορφάνεψε στα δώδεκά του χρόνια. Τον ανέλαβε για λίγο καιρό μια μακρινή του θεία, μα γρήγορα του έδειξε την πόρτα, γιατί δεν μπορούσε να θρέψει ούτε τα δικά της παιδιά. Το πρώτο βράδυ που έμεινε χωρίς στέγη ήταν το δυσκολότερο της ζωής του.
Είναι φοβερό να πέφτει το σούρουπο, να είναι χειμώνας, οι άνθρωποι να βιάζονται να γυρίσουν στα σπίτια τους, η πόλη να ερημώνει και συ να είσαι δώδεκα χρονών. Να πεινάς, να κρυώνεις, να νυστάζεις και να μην μπορείς ούτε να φας, ούτε να ζεσταθείς, ούτε να κοιμηθείς.
Εκείνο το απαίσιο βράδυ, που σημάδεψε όλη την κατοπινή ζωή του, θα μείνει βαθιά χαραγμένο με ανεξίτηλο μελάνι στον νου και την καρδιά του. Περιπλανήθηκε άσκοπα μέσα στους έρημους δρόμους εκείνης της επαρχιακής πολιτείας. Γύρω στα μεσάνυχτα κουρασμένος, τουρτουρίζοντας απ’ το κρύο και φοβισμένος ακούμπησε σε κάτι σκεπασμένα κασάκια εκεί στη λαχαναγορά. Κάποια στιγμή κατάλαβε πως δεν ήταν άδεια. Έβαλε το μικρό του χέρι από μια γωνία και τότε άστραψαν τα μάτια του από χαρά. Στα χέρια του κρατούσε ένα κατακόκκινο μήλο. Ένα μήλο μυρωδάτο και ζουμερό.
Άρχισε να τρώει λαίμαργα και πάνω που έφθανε στο τέλος και ήταν έτοιμος να επαναλάβει αυτή τη μικρή αμαρτία... κοκάλωσε. Μπροστά του στεκόταν ασάλευτος ένας αστυνομικός. Τον έπιασε απ’ το αυτί και τον σήκωσε. Ο Μανώλης άρχισε να τρέμει, έβαλε τα κλάματα. Αλλά εκείνος τον πήγε σέρνοντας στο τμήμα.
Πέρασε τη νύχτα σ’ ένα υγρό υπόγειο. Την άλλη μέρα έψαξαν να βρουν την οικογένειά του, δεν πίστεψαν σε όσα τους είπε. Κι όταν διαπίστωσαν πως ο μικρός δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίναι», τότε του έκαναν συστάσεις, να μην επαναλάβει αυτή την πράξη γιατί θα τον έκλειναν σε αναμορφωτήριο και τον άφησαν ελεύθερο. Το αναμορφωτήριο βέβαια δεν το γλίτωσε, ούτε τη φυλακή αργότερα.
Όταν περάσεις μία φορά αυτές τις πόρτες ύστερα νιώθεις σαν στο σπίτι σου. Εξοικειώνεσαι με το περιβάλλον κι επί πλέον έχεις τροφή και στέγη τζάμπα. Τις περισσότερες φορές, έμπαινε για αδικήματα άλλων, γιατί ήταν σεσημασμένος, μα δεν προσπαθούσε ν’ αποδείξει την αθωότητά του, προς τι να το κάνει; Σπίτι του λοιπόν η φυλακή και εξοχικό του τα παγκάκια μιας απόμερης πλατειούλας.
Έτσι έγραφε το ριζικό του και ο αστυνομικός με τον υπερβολικό ζήλο στην εκτέλεση του καθήκοντος, εκείνη την πρώτη νύχτα που έμεινε άστεγος, νηστικός και κρυωμένος. Δεν θα υπήρχαν άλλοι τρόποι άραγε να συνετιστεί ένα δωδεκάχρονο αγόρι μόνο κι έρημο;
Ξαπλωμένος έξω απ’ την καλύβα του τώρα, ελεύθερος όσο ποτέ ... Κι αποφασισμένος να μην ανταλλάξει ξανά την όμορφη καλύβα του με το κελί της φυλακής, κλείνει τα μάτια του κι αφήνεται στο μουρμούρισμα του ποταμού. Το γλυκό ηλιοβασίλεμα καθρεφτίζεται μέσα στα νερά του και τα κάνει να παίρνουν χιλιάδες χρώματα. Από μακριά φθάνει η βαβούρα της μικρής πολιτείας και ξεψυχάει στα ήσυχα νερά του ποταμού. Κι ο Μανώλης ξαπλωμένος στην αυτοσχέδια αιώρα του, μακριά από φυλακές, αστυνόμους, καλό φαΐ και γλέντι και καλοπέραση, ψάχνει με τη ματιά του τον ουρανό ν’ ανακαλύψει το άστρο του, να του χαμογελάσει και να ταξιδέψουν μαζί στο όνειρο, στην αιωνιότητα…