Μια επιχείρηση της πόλης μας άσκησε προσφυγές στο Διοικητικό Πρωτοδικείο σε βάρος Δημόσιας Αρχής, οι οποίες δικάστηκαν σε πρώτο βαθμό μετά από επτά, οκτώ και πλέον χρόνια, χωρίς η ίδια να συμβάλει με υπαιτιότητά της στην καθυστέρηση αυτή. Στη συνέχεια, ισχυριζόμενη ότι η διαδικασία είχε υπερβολική διάρκεια και παραβιάστηκε το εγγυημένο από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) δικαίωμά της σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, άσκησε δύο προσφυγές στο ίδιο Δικαστήριο κατά του Ελληνικού Δημοσίου με αίτημα την αποζημίωση λόγω της ηθικής βλάβης που έπαθε για την αιτία αυτήν. Το Δικαστήριο με δύο αντίστοιχα αποφάσεις απέρριψε τις προσφυγές και δέχθηκε ότι δεν παρήλθε το εύλογο χρονικό διάστημα, ούτε συντρέχει υπαιτιότητα των δικαστών, ενώ έκρινε ως αιτία του προβλήματος της καθυστέρησης τη συσσώρευση υποθέσεων, η οποία οφείλεται στην «...εν γένει νοοτροπία του Ελληνικού λαού, που διακρίνεται ανέκαθεν από αγέρωχη, αδάμαστη, ατίθαση, πλην, όμως, διεκδικητική, εριστική, φιλόδικη και συχνά δικομανή διάθεση και προαίρεση, γεγονός που πολλαπλασιάζει με γεωμετρικούς ρυθμούς τον αριθμό των διαφορών, που φέρονται προς επίλυση ενώπιον της δικαιοσύνης… Κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου δεν είναι δυνατόν να ζητείται αποζημίωση … ακόμη και για ζητήματα που άπτονται της νοοτροπίας, του φρονήματος, του ψυχισμού και της εν γένει κοσμοαντίληψης του ελληνικού λαού, διότι τότε όλοι οι διάδικοι θα είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης…». Η επιχείρηση αντέδρασε στην… ψυχαναλυτικού τύπου αιτιολογία με προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), το οποίο πριν λίγα χρόνια με απόφασή του καταδίκασε το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει την ορισθείσα μετά από διακανονισμό αποζημίωση για παραβιάσεις της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και τα δικαστικά έξοδα. Δεν είναι σκοπός μας ο θετικός σχολιασμός της επιμονής μιας μικρομεσαίας επιχείρησης να διεκδικήσει στο Ε.Δ.Δ.Α. το δίκαιό της, αλλά η ανάδειξη αντιλήψεων με το προαναφερόμενο αναχρονιστικό ή ομοίως απαράδεκτο περιεχόμενο.
Αρχές Ιουνίου δημοσιεύτηκε ο πίνακας αποτελεσμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της Δικαιοσύνης για το 2023 με αναφορά στα στοιχεία του 2021, σύμφωνα με τον οποίο, μεταξύ άλλων, συνεχίζονται οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης στη χώρα μας, η οποία, ωστόσο, διαθέτει 37 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος στις χώρες της Ε.Ε. είναι 17 στην ίδια αναλογία κατοίκων.
Ακολούθησε η προγραμματική δέσμευση του υπουργού Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδη στη Βουλή για μεταρρυθμιστική προσπάθεια με αφετηρία παρεμβάσεις στη μέχρι τώρα λειτουργία της Εθνικής Σχολής Δικαστών και κατάληξη ένα αντικειμενικό σύστημα αξιολόγησης των δικαστών στο πλαίσιο της ψηφιακής στρατηγικής της Κυβέρνησης. Τόσο τα αποτελέσματα όσο και η εξαγγελία του Υπουργού δείχνουν πρόβλημα που εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή ευθύνης των δικαστών. Ένα πρόβλημα στοιχειωμένο, παρά την επάρκεια σε αριθμό δικαστών και παρά το γεγονός ότι έχουν μειωθεί σε αδιανόητα επίπεδα σε σχέση με το παρελθόν οι εισαγόμενες υποθέσεις στα Δικαστήρια, τα οποία σημειωτέον ότι την εποχή της πανδημίας για μεγάλο χρονικό διάστημα είτε δεν λειτουργούσαν είτε υπολειτουργούσαν. Αν και όπου, βέβαια, υπάρχουν συσσωρευμένες υποθέσεις, σύμφωνα με δημοσιεύματα μεγάλων ΜΜΕ, που αντλούν, λένε, στοιχεία από δικαστικές πηγές, η τυχόν συσσώρευση, κακά τα ψέματα, δεν οφείλεται ούτε στον «ψυχισμό», ούτε στη «δικομανή διάθεση» και «κοσμοαντίληψη» του ελληνικού λαού, αλλά σε όσους δικαστές αδυνατούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. Αν είναι λίγοι ή περισσότεροι αυτό λογικά θα πρέπει να το γνωρίζουν οι αρμόδιοι να τους επιθεωρούν. Η παθογένεια, πάντως, προκύπτει για μία ακόμα φορά και εκθέτει στην κοινή γνώμη και τους αποδοτικούς δικαστές, στους οποίους και στηρίζεται η λειτουργία του συστήματος. Και σίγουρα δεν είναι λύση η «πεπατημένη» του παρελθόντος με τη νομοθετική καταστρατήγηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών, η οποία είτε απροκάλυπτα είτε κεκαλυμμένα ζητείται, με το πρόσχημα της δικομανίας ή της συσσώρευσης υποθέσεων.
Τελευταία, μάλιστα, έγινε γνωστή η πρόταση της ομάδας της μειοψηφίας στο Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στον υπουργό Δικαιοσύνης να αποποινικοποιηθούν, δηλαδή να μη διώκονται ποινικά τα αδικήματα της εξύβρισης, της δυσφήμισης, όταν δεν τελούνται διά του Τύπου και η δίωξη της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδούς κατάθεσης να γίνεται μόνο μετά από αίτηση της αρχής, ενώπιον της οποίας τελέστηκαν. Το γεγονός ότι αυτή η αντικειμενικά μη υποστηρίξιμη πρόταση προέρχεται από θεματοφύλακες των δικαιωμάτων των πολιτών, είναι από μόνο του τουλάχιστον σοκαριστικό. Και πάντως, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούν οι πολίτες ποιά κοινωνία επιφυλάσσει το ενδεχόμενο κάποιοι να μπορούν ατιμώρητα να υβρίζουν, να δυσφημούν και εάν καταμηνύουν ψευδώς ή ψευδολογούν ενώπιον αρχών, να διώκονται υπό προϋποθέσεις και κατά περίπτωση. Μια κοινωνία, στην οποία η τιμή και η υπόληψη του πολίτη δεν προστατεύεται από την έννομη τάξη, αλλά περιέρχεται μοιραία στο «προστατευτικό» πεδίο δράσης κάποιων που αυτοαναγορεύονται σε «θεματοφύλακες του συντάγματος» ή σε οτιδήποτε άλλο, οι οποίοι προσφέρονται, όπως πάντα, σε συνθήκες αποδόμησης των θεσμών «να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους». Ίσως, όπως έγραφε ο Ντοστογιέφσκι, να πρόκειται για μια κοινωνία χωρίς Θεό, στην οποία όλα επιτρέπονται…