στα μηνύματα των οποίων κυριαρχούσαν οι αναφορές περί «πατριωτισμού» και «χριστιανισμού / ορθοδοξίας», όπως δεν έλειψαν και οι καταγγελίες για «στρατευμένη» υποστήριξη των κομμάτων αυτών από (μεμονωμένους) κληρικούς και (δυο-τρία από τα είκοσι) αγιορείτικα μοναστήρια. Κι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που βγήκε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος για να ξεκαθαρίσει εκκλησιολογικά και θεολογικά τη θέση της Εκκλησίας, προειδοποιώντας, μάλιστα, τους παρεκτρεπομένους κληρικούς ότι η ανοχή έχει φθάσει στα όριά της. «Ως εδώ!», είπε με νόημα, υπογραμμίζοντας την ιστορική, συνοπτική, πλην όλως περιεκτική σχετική αναφορά του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Σεραφείμ (Τίκα) ότι «Η Εκκλησία μας ούτε πολιτεύεται, ούτε συμπολιτεύεται, ούτε αντιπολιτεύεται, αλλά πορεύεται» (βλ. «E», 28.05.2023, σελ. 15). Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι η επιταγή της διάκρισης Πολιτείας / Κράτους - Θεού δεν είναι μόνο πολιτική, αλλά -κυρίως- χριστιανική. Ο ίδιος ο Χριστός το είπε: «ἀπόδοτεοὖν τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι και τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22, 21). Αυτό σημαίνει ότι μπορεί μεν η κοσμική (= άθρησκη) Πολιτεία να επιτρέπει σε κάθε πολίτη να ασχολείται με «τα του Καίσαρος» και «με τα του Θεού», είτε φορά ράσο είτε όχι, όμως, η χριστιανική παράδοση δεν το επιτρέπει. Μπορεί η Πολιτεία να παραχωρεί το δικαίωμα στους (ανεξαρτήτως θρησκεύματος) πολίτες της να λένε ότι θέλουν (κι όπως θέλουν), στο πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου, όμως, το δικαίωμα αυτό για τη κατηγορία των πολιτών που είναι αρχιερείς, ιερείς και μοναχοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας προσλαμβάνει άλλο περιεχόμενο (εν Χριστώ) ελευθερίας.
Η χριστιανική παράδοση θέλει τους εν τω κόσμω ποιμενάρχες (μητροπολίτες/επισκόπους) και ποιμένες (ιερείς / ιερομονάχους) να ασκούν ποιμαντική μέριμνα και να επιτελούν κοινωνικό έργο, όχι, όμως, κατά τον τρόπο που ενεργούν οι κοσμικοί άρχοντες, αλλά όπως ταιριάζει σε ποιμένες, κατά την επιταγή της Αγίας Γραφής, η οποία τους θέλει να μην μπλέκονται σε διαμάχες και έριδες. «Δοῦλον δὲ κυρίου οὐδεῖ μάχεσθαι, ἀλλὰ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας, διδακτικόν, ἀνεξίκακον...» (:o δούλος του Κυρίου δεν πρέπει να φιλονικεί, αλλά να είναι ήπιος απέναντι σε όλους, πρόθυμος να διδάξει, ανεκτικός), λέει ο Απ. Παύλος στην προς Τιμόθεο (Β’, 2, 24) ποιμαντική επιστολή του και προσθέτει, στο ίδιο χωρίο, για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρεται ο κάθε ποιμένας: «ἐν πρᾳότητι παιδεύοντατοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιανεἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας»(: πρέπει να παιδαγωγεί με πραότητα τους αντιτιθεμένους για να τους δώσει κάποτε ο Θεός μετάνοια να καταλάβουν την αλήθεια). Η χριστιανική παράδοση θέλει τους ποιμένες ενωτικούς, γιατί «το τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλά ἑνώσεώς ἐστικαί συμφωνίας ὄνομα» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις Α’ Κορινθίους, P.G. 61, 13).
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η Εκκλησία θα πρέπει να περιορισθεί μόνο στη λεγόμενη πνευματική σφαίρα της ζωής του ανθρώπου και να κρατηθεί μακριά από την υλική - κοσμική; Φυσικά και όχι - πρέπει, όμως, να προσαρμόζει τις όποιες παρεμβάσεις της στο θεολογικό πλαίσιο του μεταμορφωτικού και ανακαινιστικού ρόλου που καλείται να διαδραματίσει ως κιβωτός σωτηρίας των ανθρώπων.
Η αντίληψη που θέλει την Εκκλησία να ασχολείται μόνο με τα θρησκευτικά – πνευματικά ζητήματα, μόνο με τον χώρο του ιερού, εκχωρώντας σε άλλους τα λεγόμενα υλικά πράγματα, είναι μανιχαϊκή - και άρα εσφαλμένη από την ορθόδοξη σκοπιά, καθώς σκοπός της Εκκλησίας είναι να μεταμορφώσει και να σώσει τον όλο άνθρωπο (σώμα και ψυχή, πνεύμα και ύλη). Σύμφωνα με τη θεολογία μας, ο Χριστός προσέλαβε «ασυγχύτως», «ατρέπτως», «αχωρίστως», «αδιαιρέτως» (όπως, επί λέξει, ορίσθηκε στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας), τον όλο άνθρωπο. Συνεπώς και όλη την ανθρώπινη ιστορία - άρα και την πολιτική, κοινωνική και όχι μόνο την πνευματική ή θρησκευτική πλευρά της. Γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δὲ ἥνωται τῷ Θεῷ, τούτο και σώζεται» (Επιστολή 101, P.G. 37, 181 C).
Υπάρχει, όμως, ριζική διαφορά και διάκριση μεταξύ Εκκλησίας και πολιτικής, και άρα ποιμένων και πολιτικών, καθώς, όπως προείπαμε, άλλο Θεός, άλλο Καίσαρ (βλ. Mατθ. 22, 21). Η Εκκλησία δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να προδώσει την ουσία και τη σωτηριολογική αποστολή της μεταβαλλόμενη σε σχήμα και εξουσία του αιώνος τούτου. Για την Εκκλησία η αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των πολιτικών ζητημάτων (πρέπει να) γίνεται, όχι με τη συνήθη αντιπαραθετική πολιτική - κομματική πρακτική, αλλά με την αναγωγή τους στην πνευματική τους βάση. Το ζητούμενο για την Εκκλησία μας και τους ποιμένες της είναι η ανακαίνιση και μεταμόρφωση του κόσμου, η κλήση σε μετάνοια και η αναγγελία του ευαγγελίου της Βασιλείας και όχι η με κάθε μέσο και τρόπο (δημόσια ή παρασκηνιακή) παρουσία της/τους στον χώρο της πολιτικής - κοσμικής εξουσίας, γεγονός που κατά τη γνώμη μας συνιστά εκκλησιολογική εκτροπή. Εξάλλου η Εκκλησία είναι μάνα όλων (δεξιών, κεντρώων και αριστερών) και η κάθε διάκριση των ανθρώπων με βάση τα πολιτικά τους πιστεύω θα ήταν ξένη προς τη θεολογία της, το ευχαριστιακό της ήθος, προς την ίδια την ταυτότητά της:
«Ἐκκλησία δε καλεῖσθαι φερωνύμως, δια τό πάντας ἐκκαλεῖσθαι και ὁμοῦ συνάγειν», μας υπενθυμίζει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων (Κατηχήσεις, 18, 24. P.G. 33, 1044 B). Τι σημαίνει τούτο; Oτι η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνεται κόμμα - γιατί όταν γίνεται παύει να είναι η Εκκλησία του Χριστού. Οι εμπλοκές εκκλησιαστικών παραγόντων και φορέων που παρατηρήθηκαν στο προηγούμενο προεκλογικό διάστημα θα πρέπει να προβληματίσουν όχι μόνο την Ιεραρχία της Εκκλησίας μας και την Ιερά Κοινότητα του Αγ. Όρους, αλλά και, ευρύτερα, τον θεολογικό και πνευματικό κόσμο, όλους μας, πριν φθάσουμε -μη γένοιτο!- στην έσχατη βαθμίδα εκπτώσεως, με την εισαγωγή των πολιτικών (= κομματικών) διαιρέσεων μέσα στην Εκκλησία.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β/θμιας Εκπ/σης, κλ. ΠΕ01 (xaan@theo.auth.gr)