στον κρατισμό και στον δημόσιο τομέα. Εν τούτοις, και ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας έχουν τα συν και τα πλην τους και σ’ αυτά θα σταθώ, παρακάτω, προκειμένου να δείξω τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά τους.
Ο δημόσιος τομέας, έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, παρέχει, βεβαίως, περισσότερη σιγουριά για το αύριο των εργαζομένων, αφού, ελέω μονιμότητας, γνωρίζει ο καθένας τους, τι τον περιμένει, εργασιακά, την επόμενη μέρα. Μπορούν, έτσι, οι δημόσιοι υπάλληλοι να προγραμματίζουν καλύτερα τη ζωή τους και με καλή διαχείριση να είναι σίγουροι, ότι, βρέξειχιονίσει, η καραβάνα θα γεμίσει, αφού και οι αποδοχές τους, πλέον, δεν είναι ευκαταφρόνητες. Γι’ αυτό και ουρές ανέργων προστρέχουν, επί δεκαετίες, σε γραφεία παραγόντων, προκειμένου να εξασφαλίσουν μια θέση στο δημόσιο, έχουνδεν έχουν τα ουσιαστικά προσόντα.
Η κατάσταση αυτή, όμως, δεν ήταν, πάντα, τέτοια. Απόδειξη; Το γεγονός, ότι ορισμένες επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ο Ο.Σ.Ε. και η Δ.Ε.Η., έψαχναν, κάποτε, υπαλλήλους και δεν έβρισκαν. Με τους αγώνες, όμως, των εργαζομένων και με τις πολιτικές, που εφαρμόστηκαν, κατά καιρούς, οι συνθήκες άλλαξαν, καθιερώθηκε η μονιμότητα, οι αποδοχές, σιγά σιγά, βελτιώθηκαν και ο κόσμος άρχισε να σκοτώνεται και να εκλιπαρεί για μια θέση στο στενό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Όταν, κάποτε, οι πολιτικοί μας ταγοί άρχισαν να συνειδητοποιούν, ότι το σύστημα οδηγείται σε αδιέξοδο και αδυνατούσε να ανταποκριθεί στα πολλά αιτήματα, επινόησαν, για να μη χάνουν πελατεία, την επετηρίδα, αρχικά, και το Α.Σ.Ε.Π., κατόπιν, προκειμένου να αποφεύγουν την ευθύνη των προσλήψεων. Άφησαν, όμως, και παραθυράκια, για να εκμεταλλεύονται την κατάσταση, ενώ, επί δεκαετίες, υποκύπτουν στις πιέσεις και αποφεύγουν την ουσιαστική αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων ακόμη και για ανάδειξη στελεχών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, οι μεν δημόσιοι υπάλληλοι βολεύονται χωρίς να αγχώνονται, ιδιαίτερα, ενώ ο δημόσιος τομέας έχει καταστεί αντιπαραγωγικός και αιχμάλωτος στις αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος και των συντεχνιών. Χρειάζεται, γι’ αυτό, εκσυγχρονισμό.
Ο ιδιωτικός τομέας εργαζομένων, απ’ την άλλη, που δεν έχει την πολυτέλεια της μονιμότητας και εξαρτάται, ως επί το πλείστον, απ’ τις ορέξεις του κάθε εργοδότη, έζησε μέρες καλές, μεταπολεμικά, όταν κλήθηκε να συμβάλει στην ανοικοδόμηση και στον εκβιομηχανισμό της χώρας, οπότε τα εργατικά χέρια και το επιστημονικό προσωπικό, αν μη τι άλλο, έβρισκαν, εύκολα, δουλειά σ’ αυτόν και καλό μεροκάματο.
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και επειδή το εργατικό δίκαιο έπασχε, ενώ και οι δουλειές λιγόστευαν, εμφανίστηκαν η ανεργία και οι απολύσεις εργαζομένων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, άρχισε, άτυπα και στρεβλά, να εφαρμόζεται η αξιολόγηση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο εξασφαλίζουν εργασία, πλέον, αυτοί, που έχουν προσόντα και πλούσιο βιογραφικό, ιδρώνουν τη φανέλα τους και αποδίδουν στην εργασία τους. Με τον φόβο, λοιπόν, της απόλυσης ή του λουκέτου μιας επιχείρησης να κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια, ο ιδιωτικός τομέας έγινε πιο παραγωγικός, αλλά πολεμήθηκε και κατασυκοφαντήθηκε απ’ τους πολεμίους του.
Και επειδή, όταν πάνε καλά οι δουλειές ενός καλού επαγγελματία ή ενός ιδιώτη επιχειρηματία, τα κέρδη είναι αρκετά, δεν είναι λίγοι αυτοί, που κατάφεραν και καταφέρνουν να κάνουν προκοπή, να ζουν, άνετα, και να ξεχωρίζουν μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Αντίθετα, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, πέραν του φόβου της απόλυσης, υστερούν οικονομικά έναντι των αφεντικών και των δημοσίων υπαλλήλων, γεγονός που τους κάνει ευάλωτους και υποδεέστερους.
Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι ο ιδιωτικός τομέας, όταν πάει καλά, εκτός από θέσεις εργασίας προσφέρει και περισσότερες ευκαιρίες ανέλιξης και προκοπής των στελεχών του, ενώ συμβάλλει, αποφασιστικά, στην ανάπτυξη της χώρας, αφού η παραγωγή αγαθών οφείλεται, κυρίως, σ’ αυτόν. Ως εκ τούτου, για να γίνει πιο αποτελεσματικός και πιο παραγωγικός χρειάζεται όχι μόνο, περαιτέρω, στήριξη, αλλά και παράλληλη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και των αποδοχών των εργαζομένων σ’ αυτόν.
Κοντολογίς, επειδή και ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας είναι απαραίτητοι και καταδικασμένοι να συνυπάρχουν στη χώρα μας, χρειάζονται και οι δύο τον σεβασμό των πολιτικών δυνάμεων και τον εκσυγχρονισμό τους, αν επιθυμούμε, πραγματικά, την πρόοδο και την ευημερία του λαού μας, ενώ η επιλογή τομέα πρέπει να είναι σεβαστή και προσωπική υπόθεση του καθενός μας.
Από τον Κώστα Γιαννούλα