λειτουργίας και ιερών ακολουθιών μόνο με τους ιερείς και τους ιεροψάλτες με τους ναούς κλειστούς για τους πιστούς, πολλοί είδαν να αναβιώνει μια νέα σύγκρουση ανάμεσα στις σχέσεις των δύο θεσμών (Πολιτείας και διοικούσας Εκκλησίας). Στην άρνηση της Ιεράς Συνόδου να συναινέσει στα νέα, αυστηρότερα μέτρα που έλαβε η Κυβέρνηση, αντιπαραβάλλοντας / αντιπροτείνοντας τη θέση για την τήρηση του προγενέστερου μέτρου της συμμετοχής ενός ελαχίστου αριθμού πιστών (50 στους μητροπολιτικούς και 25 στους ενοριακούς ναούς), υψώθηκαν φωνές ενός εχθροπαθούς ή υποκριτικού αντικληρικαλισμού. Ανεβίωσαν απόψεις, όπως να σταματήσει η μισθοδοσία του κλήρου από το Κράτος έως του σημείου ότι επέστη η ώρα η Πολιτεία και η Εκκλησία «να χωρίσουν τα τσανάκια τους» (απάντηση που είχε δώσει στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ο τότε πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής στον τότε Αρχεπίσκοπο Σεραφείμ, όταν ο τελευταίος, σε επίσκεψή του στο Μαξίμου, ζήτησε επιτακτικά να αυξηθούν οι μισθοί των κληρικών – και εννοούσε ο Καραμανλής να προχωρήσει ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας). Ας επιχειρήσουμε μια νηφάλια προσέγγιση του ζητήματος, έχοντας υπόψη μας ότι συζητούμε για ένα θέμα που σχετίζεται με ζωή και με θάνατο. 'Εχουμε ακόμη μπροστά μας μια φοβερή πανδημία, συνεχίζουμε να βιώνουμε μια σκληρή δοκιμασία.
Η διοικούσα Εκκλησία ενώ μέχρι τώρα στάθηκε αλληλέγγυα στην Πολιτεία, τηρώντας και εφαρμόζοντας όλα τα υγειονομικά μέτρα, σε ετούτη τη στιγμή αντέδρασε λόγω του αιφνιδιασμού που υπέστη από τα νέα και αυστηρότερα υγειονομικά μέτρα για γιορτή με τους ναούς κλειστούς για τους πιστούς. Όφειλε η Κυβέρνηση να την ενημερώσει; Τυπικά, όχι. Στο πλαίσιο του (αλληλο-)σεβασμού των σχέσεών τους, όμως, ναι – αλλά αυτό είναι που θα πρέπει να μας απασχολεί - η κομψότητα και η διπλωματία των σχέσεων – ετούτες τις κρίσιμες στιγμές που βιώνει ο τόπος μας, ο κόσμος ολόκληρος και μάλιστα εν όψει ενός επαπειλουμένου τρίτου κύματος πανδημίας; Mα, για τ’ όνομα του Θεού!
Ας δούμε την ουσία. Έχουμε σε εξέλιξη μια φοβερή πανδημία που αφήνει στο διάβα της καθημερινώς 50 κατά μέσο όρο νεκρούς στη χώρα μας. Θα πρέπει όλοι να συμπορευθούμε ενάντια στον κοινό εχθρό που λέγεται Covid-19 και από τον οποίον, όπως ευφυώς είπε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ασφαλώς, και δεν κινδυνεύει η πίστη μας, βεβαιότατα, όμως, κινδυνεύουν οι πιστοί. Οπωσδήποτε είναι θλιβερό να μην μπορούμε να συμμετέχουμε στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας, όπως μέχρι πρότινος. Δεν είναι εύκολο. Η Εκκλησία είναι το σπίτι μας. Σε αυτή γεννηθήκαμε και εντός αυτής ζούμε και υπάρχουμε. Είναι ένας χωρισμός βίαιος, αλλά αναγκαίος.
Θαρρώ ότι σε τούτες στιγμές θα πρέπει να ενώσουμε όλοι τις προσευχές μας στον αγώνα που δίνουν από την πρώτη γραμμή της μάχης οι γιατροί και οι νοσηλευτές και να θυμηθούμε λίγο απ’τη Θεολογία μας την αξία της επιστήμης και ειδικά την κρίσιμη αυτήν περίοδο της ιατρικής επιστήμης.
Η χριστιανική διδασκαλία και η Εκκλησία, επικροτεί και καταφάσκει την πρόοδο της επιστήμης. Η συμπόρευση της πίστης με το ιατρικό λειτούργημα ως συνέργεια του θείου και ανθρώπινου παράγοντα επιβεβαιώνεται τόσο από τα ιερά κείμενα της Αγίας Γραφής, όσο και από την ίδια την πράξη της Εκκλησίας στο διάβα των αιώνων. Στο ερώτημα που τέθηκε κάποτε στον Μέγα Βασίλειο για το αν πρέπει οι μοναχοί να μεταχειρίζονται την Ιατρική, ο μεγάλος αυτός Άγιος της Εκκλησίας μας όχι απλά υπεραμύνθηκε της αναγκαιότητας της ιατρικής επιστήμης, αλλά τόνισε και την προέλευσή της από τον ίδιο τον Θεό. H διαπίστωση του Μεγάλου Βασιλείου ότι «ὥσπερ ἑκάστη τῶν τεχνῶν βοήθεια ἡμῑν πρός τό τῆς φύσεως ἀσθενές ὑπό τοῦ Θεοῦ κεχάρισται, οὕτω καί ἰατρική» (Βασιλείου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας, «Τα ευρισκόμενα πάντα», «Opera omnia quae exstant», J.- P. Migne editorem, Paris, 1857-1865, Tomus secundus, p. 557) τονίζει τη βεβαιότητα της Εκκλησίας μας ότι η επιστήμη και μάλιστα η Ιατρική συνεχίζει το δημιουργικό έργο του Θεού αφού, κατά τον θεόπνευστο συγγραφέα της Σοφίας Σειράχ, «Κύριος ἔκτισεν ἐκ γῆς φάρμακα, καὶ ἀνὴρ φρόνιμος οὐ προσοχθιεῖ αὐτοῖς» (κεφ. 38, 4), δίδοντας στον γιατρό τη γνώση να θεραπεύει («Τίμα ἰατρὸν πρὸς τὰς χρείας αὐτοῦ τιμαῖς αὐτοῦ, καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος· παρὰ γὰρ Ὑψίστου ἐστὶν ἴασις», κεφ. 38, 1-2), καθώς ο ίδιος ο Θεός «ἔδωκεν ἀνθρώποις ἐπιστήμην ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ» (κεφ. 38, 6).
Όσον αφορά το ζήτημα που επανήλθε για τις σχέσεις, κ.λπ., Πολιτείας και Εκκλησίας, ας τ’ αφήσουμε γι’ αργότερα. Έχουμε καιρό για συζητήσεις - τώρα προέχει ο αγώνας για τη ζωή. Και σ' αυτόν τον αγώνα η Εκκλησία οφείλει να παραμένει διαρκώς παρούσα, σε αγαστή συμπόρευση με την επιστήμη - γιατί η έννοια της Εκκλησίας δεν μπορεί να χωριστεί από την έννοια της (ψυχή τε και σώματι) σωτηρίας.
Από τον Χάρη Ανδρεόπουλο *
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/θμιας (ΠΕ01), δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr)