Γνωστός βιβλικός ήρωας, ηγέτης/Κριτής του Ισραήλ επί 20ετία (Κριταί 13-16), χειροδύναμος αλλά και ανίκητος, αποτέλεσμα της αφιέρωσής του στον Θεό -ήταν ναζιραίος-, έχοντας κανόνα να μην πίνει κρασί και να μην κόβει την κόμη του. Το έδειξε πολύ νέος, όταν σκότωσε ένα λιοντάρι, για την ακρίβεια το ‘διέσπασε’ (Κριταί 14.5-6). Όμως είπε το μυστικό του στη Φιλισταία Δαλιδά που αγάπησε, η οποία το ‘μετέφερε’ στους δικούς της, τον κούρεψαν, εύκολα μετά τον έδεσαν, τον τύφλωσαν και τον φυλάκισαν στη Γάζα (Κριταί 16.25). Αλλά ξέχασαν ότι η κόμη του μεγάλωνε κι όταν τον εξέθεσαν στον ναό σε μια γιορτή τοπικού ψευτοθεού, του Δαγών, όπου τον γιουχάιζαν -μάλιστα και γυναίκες, το τονίζει το κείμενο (Κριταί 16.27), εκείνος τραβώντας τους κεντρικούς δοκούς γκρέμισε το σύμπαν σκοτώνοντας όσους ήταν μέσα. Και τον εαυτό του: «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» κραύγαζε.
«Ο Ανδρειωμένος Σαμψών» της Γούνιτσας παρουσιάζει πρωτοτυπία. Ο επισκέπτης όταν διαβεί το κατώφλι του ναού, κατάγραφου με τοιχογραφίες του 19ου αι. (περί το 1840 κ.ε. κατά την αρχαιολόγο Σταυρούλα Σδρόλια), στον υπερυψωμένο νάρθηκα/γυναικωνίτη, θα τον αντικρίσει στη ΒΑ γωνία, μόνον αυτόν ανάμεσα σε δεκάδες αγίες γυναίκες! σαν έναν αμούστακο έφηβο με κοντά μαλλιά. Δεν επιγράφεται «άγιος», δεν θεωρείται από την Εκκλησία άγιος αλλά Δίκαιος, δεν φέρει φωτοστέφανο. Εικονίζεται να σκοτώνει το λιοντάρι -διακρίνεται μόνον η ουρά του ζώου δεξιά του. Κι ενώ το ακινητοποιεί, στρέφοντας το σώμα του κατά τρία τέταρτα αριστερά του (σύμφωνα με την εικονογραφία του θέματος, γνωστού από την παλαιοχριστιανική τέχνη, έχοντας εικονογραφικό πρότυπο το «Ηρακλής και λέων της Νεμέας», βλ. google), δεν το δίνει σημασία, αλλά στρέφει την κεφαλή του δεξιά του, ανοίγει διάλογο με τις αγίες γυναίκες, πρώτα την αγία Κυριακή. Τι να τις λέγει άραγε; Τα μάτια του προδίδουν μια αδιόρατη μελαγχολία, είναι παραπονεμένος και περήφανος, με «καθαρό μέτωπο», δείχνοντας, μια και στο τέλος τον διαπόμπευσαν άνδρες και γυναίκες, το δράμα της εξουσίας, τότε ανδρική υπόθεση.
Αλλά η πρωτοτυπία αυτή εξελίσσεται σε καινό δαιμόνιο μέσα σε εκκλησία, σχεδόν πρόκληση, εφόσον η εικονογραφία του Σαμψών τον θέλει πάντα ντυμένο. Εδώ όμως επιτελεί τον άθλο, σαν ημίγυμνος παλαιστής. Φορώντας μόνον λευκό περίζωμα είναι ο Χριστός στη Σταύρωση. Η γύμνια είναι δείγμα πάθους. Ημίγυμνος και αλυσοδεμένος εικονίζεται και ο Άδης στην Ανάσταση του Χριστού.
Δεν έχει σχέση, βέβαια, με το σήμερα που κάθε άνδρας δεν αρέσκεται να εισέρχεται σε ναό ακόμη και με φανέλα! Όμως το ποτάμι, ο Πηνειός, ήταν κέντρο της ζωής στη Γούνιτσα. Ο Ιωάννης Λογιώτατος-Λαρισαίος καταγράφει το 1817 ότι οι Γουνιτσιώτες ήταν δεινοί κολυμβητές, ψαράδες. Στα Θεοφάνεια στον Πηνειό, δίπλα στον Άγιο Νικόλαο, μέχρι σήμερα πιάνουν τον σταυρό τέτοιοι νέοι. Άρα ένας νέος μόνον με περίζωμα ήταν κάτι αποδεκτό τοπικά, κοινωνικά και αισθητικά. Μέσα στον ναό απλώς ιεροποιείται. Στην τέχνη γίνονταν τέτοιες συμβάσεις, επειδή ακριβώς προβαλλόταν έντονα ένα νόημα…
Ο ζωγράφος δεν υλοποιεί έναν Σαμψών μουστακλή, ασήκωτο, στατικό, αλλά έναν νεαρό πεχλιβάνη της εποχής. Αν δεν επιτελούσε καθήκον, να νικά λιοντάρι, θα έβαζε σε αμηχανία τις δεσποσύνες, αγίες και κυρίες, του Νάρθηκα. Ένας άνδρας μη άγιος μέσα σε τόσες γυναίκες, ζωγραφιστές και ζωντανές, ισορροπεί, διαλύει την ατμόσφαιρα ενός κλειστού χώρου, γυναικωνίτη. Ωστόσο οι δεύτερες εξοικειώνονται στη φυσική ομορφιά ενός νέου ως μορφή ιερότητας της φύσεως. Προβάλλεται μια ομορφιά πρότυπη από έναν αγνό νέον, ένα «Παλικάρι». Στη βυζαντινή τέχνη εικονίζονται μορφές παλικαριών. Είναι οι αγένειοι στρατιωτικοί άγιοι, ο Γεώργιος, οι Θεόδωροι, ο Δημήτριος, κρατώντας σύνεργα ανδρειοσύνης, όπλα, ή ενεργώντας συμβολικές ανδρικές πράξεις, φόνο δράκου, κατατρόπωση εχθρού. Ο Σαμψών εδώ όπλα έχει τα χέρια του.
Η μορφή του «ανδρειωμένου Σαμψών», είναι κάτι διαφορετικό από τα έργα λαϊκής τέχνης του 19ου-20ού αι.. Οι γνωστοί Θεόφιλος και Φώτης Κόντογλου φιλοτεχνούσαν «Παλικάρια» με ήθος, με μουστάκια, σαν νέοι της παντρειάς. Ενώ ο αμούστακος Σαμψών της Γούνιτσας, παραμένει έφηβος, «ανδρειωμένος», όχι τόσο στιβαρή όσο ευαίσθητη παρουσία. Είναι ανθρώπινος, δεν έχει την τελειότητα των αγίων, αλλά με προτεταμένο μέτωπο -άλλο θέμα με μεγάλη παράδοση, εννοείται ότι λαμβάνει αποστολή από τον Θεό-, το πρωτεύον στοιχείο του πορτρέτου του, δείχνει την αφιέρωσή του στον ιερό σκοπό του άνδρα πολεμιστή, σκοτώνοντας με την πυγμή του το λιοντάρι, το κακό. Ο αγώνας του, ο ανδρικός αγώνας ενός κοσμικού ηγέτη, είναι διαφορετικός από των γυναικών, είναι κατακτητικός αλλά ιερός. Όταν κανείς δίνει τη ζωή του για την κοινότητα -τότε ήταν για την πίστη και την πατρίδα- τα χούγια του μετράνε, όχι ότι μυείται στον ακραίο κίνδυνο της ζωής; Δεν είναι Αυτό κάτι εφάμιλλο της αγιοσύνης; Τελικά η παρορμητική στάση του, το πλάγιο κοίταγμα στις γυναίκες, η γύμνια, μπορούν να εξηγηθούν από ανάλογη στάση και ντύσιμο που ταιριάζει σε μια εξέγερση, όπως η σχεδόν ξέστηθη «Ελευθερία που Οδηγεί τον Λαό» του γνωστού Ντελακρουά (1830): στρέφει το κεφάλι δεξιά της κράζοντας τους Γάλλους επαναστάτες. Το στηθαίο ημίγυμνο εδώ δεν θεωρείται πρόστυχο, τονίζει την έκθεση στον κίνδυνο, τα βόλια. Ο ήρωας Σαμψών, πρότυπο των παλικαριών της Γούνιτσας, φαίνεται να αποτείνεται στις γυναίκες (τις αγίες και τις Γουνιτσιώτισσες) του γυναικωνίτη για να συμβάλουν στο να δημιουργηθεί η νέα γενιά εθελοντών, οι νέοι του χωριού, σε μια ιερή αποστολή.
Όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να εξηγηθούν αν δεν ληφθεί υπόψη ότι το έργο έγινε λίγο μετά την Τανζιμάτ (μεταρρύθμιση) και το Χάτι Σερίφ (1839), πρώτο βήμα ισότητας πολιτών στην Οθωμανική αυτοκρατορία!
Η τοπική κοινωνία όφειλε να συνεχίσει να βγάζει καλά συμμαζεμένα κορίτσια όπως οι αγίες του νάρθηκα, αλλά και παλικάρια, μαζεύοντας τον σταυρό στα Θεοφάνεια, να παλεύουν, να κολυμπούν, να εξασφαλίζουν το ψωμί τους ως ψαράδες ή με ό,τι άλλο. Κι αν χρειαστεί, όπως ο Σαμψών, αγωνιστής του λαού του, να εξέλθει μάχιμος σε νέα αποστολή, προς την Πόλη ας πούμε, για την ελευθερία της Θεσσαλίας… Ίσως αυτή είναι η πρόταση του ζωγράφου της Γούνιτσας που εισάγει καινοτομώντας μία ιερή εξέγερση ελεύθερης εμφάνισης του σώματος αλλά και ήθους με την έννοια της ιεράρχησης στόχων στη ζωή, διαφαινόμενη ως εθνική πλέον. Μέσα σε ναό!
Από τον Σταύρο Γουλούλη
Ο Σταύρος Γουλούλης είναι διδάκτορας της Βυζαντινής Τέχνης