«Άκουσε Θεέ, ποτέ στη ζωή μου δεν μίλαγα μαζί σου. Σήμερα όμως θέλω να απευθυνθώ σε Σένα. Ξέρεις από τα παιδικά μας χρόνια μας έλεγαν ότι δεν υπάρχεις. Κι εγώ ο βλάκας το πίστεψα. Ποτέ δεν πρόσεξα γύρω τη δημιουργία Σου. Αλλά σήμερα τη νύχτα σηκώνοντας τα μάτια από την τρύπα στη γη που άνοιξε μια χειροβομβίδα στον ουρανό με τα άστρα, κατάλαβα ξαφνικά θαυμάζοντας τον ουράνιο θόλο πόσο σκληρή μπορεί να είναι η απάτη.
Δεν ξέρω Θεέ μου, αν θα μου δώσεις το χέρι αλλά εγώ θα σου μιλήσω κι εσύ θα καταλάβεις. Δεν είναι περίεργο αυτό. Ότι σ’ αυτή τη φρικτή κόλαση του πολέμου ξαφνικά φανερώθηκε φως μπροστά μου κι εγώ γνώρισα εσένα. Τίποτε άλλο δεν έχω να σου πω, μόνο πως χαίρομαι που γνώρισα εσένα. Τα μεσάνυχτα κανόνισαν την επίθεση, αλλά δεν την φοβάμαι. Εσύ μας βλέπεις. Το σήμα δόθηκε. Ξεκινάμε. Και κάτι άλλο θέλω να σου πω. Όπως ξέρεις η μάχη θα είναι σκληρή και μπορεί αυτή τη νύχτα να χτυπήσω τη δική σου πόρτα. Και τότε εσύ αφού δεν ήμουν δικό σου φίλος θα επιτρέψεις σ’ εμένα να μπω. Μου φαίνεται πως κλαίω Θεέ μου, βλέπεις σήμερα τι έγινε μ’ εμένα. Είδα, άνοιξαν τα μάτια μου. Χαίρε Θεέ μου, ξεκινάω και μάλλον δεν θα γυρίσω πίσω. Παράξενο αυτό αλλά τώρα τον χάρο δεν τον φοβάμαι πιά».
Νικόλαος Σισκόπουλος
Α’ ΚΑΠΗ