Από τον Γιάννη Μπασλή, δρ. φ.
Ο μεγάλος καημός των Νεοελλήνων ήταν και είναι να μάθουν Αρχαία ελληνικά (ΑΕ). Με τον όρο βέβαια εννοούν μια διάλεκτο της ΑΕ, την αττική, που μιλούσαν κι έγραφαν τον 5ο-4ο π.Χ. αι. ο Σοφοκλής, ο Πλάτωνας κλπ. Για τις άλλες ελληνικές διαλέκτους, αρχαίες και νέες ( δωρική, αιολική, ποντιακή, τσακωνική, θεσσαλική, κυπριακή κλπ.) ούτε νοιάστηκαν ούτε νοιάζονται. Γι’ αυτό και η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στον κόσμο, στην οποία δεν έχει αναπτυχθεί η επιστήμη της σύγχρονης διαλεκτολογίας. Το 19ο αιώνα τα ελληνόπουλα διδάσκονταν ΑΕ από την Α΄ Δημοτικού, ενώ τον 20ο στο Γυμνάσιο-Λύκειο. Πριν μάλιστα από το 1976 τα ΑΕ διδάσκονταν κάθε μέρα, ενώ Νέα ελληνικά καμία. Θα περίμενε λοιπόν κανείς με τόσες ώρες διδασκαλίας όσοι τελείωναν το Λύκειο, ιδιαίτερα πριν από το 1976, να είναι ικανοί να διαβάζουν και να κατανοούν οποιοδήποτε έργο γραμμένο στην αττική διάλεκτο. Αυτό όμως ούτε συνέβαινε ούτε συμβαίνει και σήμερα. Ο απόφοιτος του Λυκείου ούτε ήταν ούτε είναι σε θέση να κατανοήσει ένα οποιοδήποτε αρχαιοελληνικό κείμενο. Απλά ψελλίζει κάποια αρχαία τσιτάτα και καμιά λέξη.
Διάφοροι βέβαια, που παριστάνουν τον περισπούδαστο ‘κουλτουριάρη’, προσποιούνται πως κατέχουν την ΑΕ. Δεν τολμούν να δηλώσουν την άγνοιά τους, μια που λέγοντας πως ξέρουν ΑΕ αισθάνονται πως ανήκουν σε μια ξεχωριστή πολιτιστική κοινωνική ομάδα. Ακόμα και οι επαγγελματίες δάσκαλοι της ΑΕ, οι φιλόλογοι, δε γνωρίζουν ΑΕ. Εκείνο που κατέχουν βέβαια είναι γραμματική και συντακτικό, τους αρχικούς χρόνους των ‘ανωμάλων ρημάτων’, τη δοτική ηθική και άλλους όρους της γραμματικής, αλλά αρχαία δε γνωρίζουν. Κι αυτό δε θέλουν να το παραδεχτούν. Σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ πριν από 10 χρόνια το 75% των υποψήφιων φιλολόγων απέτυχε να μεταφράσει ένα απόσπασμα από το Θουκυδίδη. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς τον ισχυρισμό μου. Ας δώσει σ’ όποιον διατείνεται πως ξέρει ΑΕ να διαβάσει έναν «Ολυμπιόνικο» του Πίνδαρου ή «Τα εις εαυτόν» του Μάρκου Αυρηλίου ή, αν είναι θρησκευόμενος, το «Όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων» του Μ. Βασιλείου, και θα διαπιστωθούν αμέσως οι αυταπάτες. Οι ελάχιστοι που ξέρουν πραγματικά ΑΕ, τα έμαθαν μόνοι τους, όχι στο σχολείο. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό, όταν οι ίδιοι μαθητές σήμερα, κάνοντας αγγλικά 3 ώρες τη βδομάδα στο φροντιστήριο της γειτονιάς, στο τέλος μπορούν να επικοινωνούν με άλλους αγγλόφωνους;
Αιτία της αποτυχίας του μαθήματος είναι οι στόχοι που έθετε και θέτει το πρόγραμμα σπουδών, τα βιβλία που χρησιμοποιούνται και η διδακτική μεθοδολογία. Πρώτος στόχος του μαθήματος βέβαια είναι η εκμάθηση της ΑΕ. Μόνο που στην πράξη διδάσκεται όχι η γλώσσα, αλλά η γραμματική και το συντακτικό. «Μόλις αρχίσει να αναγινώσκει ο μαθητής», έγραφε το 1856 ο φωτισμένος μαθηματικός Α. Φατσέας, «αρχίζει της γραμματικής το παπαγάλισμα. Γραμματικήν ψιττακίζει (παπαγαλίζει) εις τα ελληνικά σχολεία, γραμματικήν εις τα Γυμνάσια». Κι έτσι μαθαίνουν γραμματική, αλλά αρχαία δε μαθαίνουν. Και μοιάζουν οι απόφοιτοι των Λυκείων μας με τους ποδοσφαιρόφιλους, που ξέρουν όλους τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά να παίξουν ποδόσφαιρο δεν ξέρουν.
Ο δεύτερος στόχος του μαθήματος στηρίζεται στην άποψη των παλιών αρχαϊστών, που υποστηρίζει με φανατισμό σήμερα ο Γ. Μπαμπινιώτης, φανατικός καθαρευουσιάνος μέχρι το 1976, ο οποίος αρθρογραφούσε στη χουντική εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος» και σε μια βραδιά μεταβλήθηκε μαζί με την παρέα του σε δημοτικιστής, ότι τάχα μαθαίνοντας ΑΕ γίνεσαι ικανότερος χειριστής της νεοελληνικής, της καθαρεύουσας παλιότερα, της δημοτικής σήμερα. Με τη γνώση της ΑΕ «καθίσταται αρτιωτέρα η γλωσσική ικανότης των μαθητών» (της καθαρεύουσας τότε, της δημοτικής σήμερα), τονίζονταν στο χουντικό αναλυτικό πρόγραμμα του 1969 ( ΦΕΚ 225, τεύχος Α, 10-11-1969). Το ίδιο υποστηρίζει και ο Γ. Μπαμπινιώτης. « Αν δε διδάξεις την ελληνική γλώσσα και στη διαχρονική της διάσταση, τότε η γνώση της ελληνικής γίνεται επιδερμική, ισχνή, λειψή...». Κατά την άποψη δηλ. αυτή μόνον οι φιλόλογοι είναι ικανοί χρήστες της νεοελληνικής γλώσσας. Οι άλλοι όχι. Κι έτσι μέχρι το 1976 τα ελληνόπουλα διδάσκονταν γραμματική της ΑΕ, για να μάθουν να γράφουν μια έκθεση σε μια μιξοκαθαρεύουσα, ενώ έξω από το σχολείο μιλούσαν τη δημοτική ή την ντόπια διάλεκτο. Όσοι περάσαμε αυτό το σχολείο μείναμε λειτουργικά αναλφάβητοι.
Κι ενώ αυτή είναι η κατάσταση, μόλις ο άσχετος Υπουργός μας ανακοίνωσε τη μείωση κατά μία ώρα των ΑΕ στο Γυμνάσιο, η οποία να σημειωθεί είχε προστεθεί πριν από 10 χρόνια, ξεσηκώθηκαν πάλι οι νεοκαθαρευουσιάνοι και οι νεοαρχαϊστές. Θέλουν να γίνεται το μάθημα, κι ας μη μαθαίνουν τα παιδιά τίποτα. « Ο λογιοτατισμός, έγραφε το 1856 ο Αν. Φατσέας, περιφρονεί το έθνος και ενδομύχως το μισεί. Λέγει ότι θέλει την αρχαίαν όχι ότι αισθάνεται τι αξίζει η αρχαία, αλλ’ επειδή κατά περίστασιν οι οπαδοί του έμαθαν δύο απαρέμφατα από τενεκέ, να δεσπόζει το έθνος με την κουτοπονηρίαν». Πιο παραστατικά τονίζουν την αντίληψη Μπαμπινιώτη οι στίχοι του σπουδαίου ποιητή Ν. Γκάτσου μελοποιημένοι από το Στ. Ξαρχάκο.
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τ’ αρχαία σου στολίδια
και στο παζάρι με πήγες γύφτισσα μαϊμού,
Ελλάδα, Ελλάδα, μάνα του καημού.
Όταν ένα μάθημα, όπως τα αρχαία, δεν πετυχαίνει τους στόχους του, ή το αντικαθιστάς με άλλο, π.χ. μεταφρασμένα αρχαιοελληνικά κείμενα, ή αλλάζεις στόχους και διδακτική μεθοδολογία. Δεν το διατηρείς όπως είναι.
Γιάννης Μπασλής δρ.φ.