Της Αλεξίας Λ. Κατσαρού, διαιτολόγου – διατροφολόγου, PhD
katsaroualexia@gmail.comΣύμφωνα με την πιο πρόσφατη επιστημονική έρευνα, ο ρόλος της διατροφής κατά της περίοδο της εγκυμοσύνης αναδεικνύεται ολοένα και σημαντικότερος. Στην Ελλάδα, σήμερα, περίπου το 40% των παιδιών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να παρουσιάσουν καρδιαγγειακά νοσήματα, μεταβολικές διαταραχές, άσθμα. Ταυτόχρονα, η σύγχρονη έρευνα υποδεικνύει ότι το σωματικό βάρος και το επίπεδο υγείας του αυριανού παιδιού και ενήλικα φαίνεται πως προγραμματίζεται και από την ενδομήτρια ζωή. Πράγματι, το είδος και η ποσότητα της τροφής που καταναλώνει μία έγκυος γυναίκα φαίνεται πως επηρεάζουν το ενδομήτριο περιβάλλον, την πορεία ανάπτυξης του εμβρύου στο σύνολο των εβδομάδων της κύησης, καθώς και την ίδια τη μητέρα. Συνεπώς, η σχέση της γυναίκας και αυριανής μητέρας με την τροφή και η διατροφική της συμπεριφορά αναδεικνύονται ως καθοριστικοί παράγοντες επιρροής.
Ενδεικτικά, έχει φανεί ότι μεγαλύτερη αύξηση βάρους από τη συνιστώμενη ή το υπερβάλλον βάρος κατά τη σύλληψη αυξάνουν την πιθανότητα ανάπτυξης παχυσαρκίας και σακχαρώδη διαβήτη στη μετέπειτα ζωή του παιδιού, ενώ μικρότερη από τη συνιστώμενη αύξηση βάρους στην εγκυμοσύνη αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, διαβήτη, υπέρτασης και άλλων χρόνιων νόσων στη μετέπειτα ζωή του παιδιού. Επιπλέον, η παχυσαρκία κατά την κύηση αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη κύησης και άλλων επιπλοκών, ενώ μεγαλύτερη αύξηση βάρους από τη συνιστώμενη αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης σχετιζόμενης με την κύηση. Ακόμη, οι γυναίκες που φτάνουν σε υψηλότερο βάρος από το συνιστώμενο κατά τη διάρκεια της κύησης, τείνουν να συντηρούν επιπλέον βάρος από το αρχικό και αργότερα στη ζωή.
Βεβαίως, η κατανάλωση τροφής υπό στρες, η δυσκολία προγραμματισμού των γευμάτων, συμπτώματα σχετιζόμενα με την κύηση που επηρεάζουν τη διατροφική πρόσληψη (π.χ. αισθήματα καύσου, τάση για έμετο, δυσπεψία, δυσκοιλιότητα), η προ της εγκυμοσύνης διατροφική συμπεριφορά της μητέρας και το ιστορικό βάρους, η αλλαγή της εικόνας σώματος, η ψυχολογία της γυναίκας είναι κάποιοι μόνο παράγοντες που δύνανται να εμποδίσουν την υιοθέτηση επιθυμητών διατροφικών συμπεριφορών ακόμα και κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, όπου συχνά παρατηρείται αυξημένο κίνητρο σχετικά με την βελτίωση των διατροφικών συνηθειών. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι σε καλά σχεδιασμένες μελέτες, μέλλουσες μητέρες που συμμετείχαν σε προγράμματα διατροφικής παρέμβασης και συμβουλευτικής παρουσίασαν σημαντικά μικρότερη πιθανότητα υπερβάλλουσας αύξησης βάρους, εμφάνισης διαβήτη κύησης και γέννησης παιδιών μικρότερου ή μεγαλύτερου βάρους από το φυσιολογικό.
Συμπερασματικά, η σωστή παροχή των απαιτούμενων θρεπτικών συστατικών και ενέργειας και ένα υγιές επίπεδο διατροφικής κατάστασης της μητέρας ειδικά κατά τη σύλληψη και, βέβαια, κατά τα πρώτα στάδια της κύησης, καθώς και σε μετέπειτα στάδια αυτής, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που εμπλέκονται στο «γενετικό προγραμματισμό» και την επίτευξη του βέλτιστου δυναμικού ανάπτυξης του εμβρύου, στο επίπεδο υγείας του αυριανού εφήβου και ενήλικα, αλλά και στην ευεξία της ίδιας της μέλλουσας μητέρας.