Η μείωση κατά 30% της μέσης ποσότητας αλατιού στη διατροφή, η αύξηση κατά 10% της σωματικής αύξησης, η φορολόγηση ειδών διατροφής βλαπτικών για την υγεία, είναι οι δεσμεύσεις που υιοθετήθηκαν αυτήν την εβδομάδα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας προκειμένου να σταματήσει η παχυσαρκία να αυξάνεται παγκοσμίως έως το 2020.
Τα κράτη μέλη του ΠΟΥ, που συνεδρίαζαν από τις 20 Μαΐου σε γενική συνέλευση, υιοθέτησαν ομόφωνα χθες βράδυ μια απόφαση προς την κατεύθυνση αυτή. Η απόφαση αποτελεί τη βάση ενός σχεδίου δράσης κατά των μη μεταδιδόμενων νόσων (καρδιοαγγειακές νόσοι, καρκίνος, χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις, διαβήτης) με "επίθεση" σε μια σειρά επικίνδυνων παραγόντων, όπως η παχυσαρκία.
«Το κόστος της αδράνειας ξεπερνά κατά πολύ το κόστος των μέτρων», υπογραμμίζει το σχέδιο δράσης του ΠΟΥ, που εξηγεί ότι τα παραπανίσια κιλά και η παχυσαρκία είναι ο πέμπτος παράγοντας που συμβάλλει στη θνησιμότητα σε παγκόσμιο επίπεδο και ότι τουλάχιστον 2,8 εκατομμύρια ενήλικες πεθαίνουν από αιτίες που συνδέονται με την παχυσαρκία κάθε χρόνο.
«Η υιοθέτηση του σχεδίου δράσης είναι εξαιρετικά σημαντική για την καταπολέμηση μιας από τις πιο καταστροφικές υγειονομικές κρίσεις σήμερα», δήλωσε ο Τζον Στιούαρτ, ένας από τους υπευθύνους της μη κυβερνητικής οργάνωσης Corporate Accountability International. Όπως δηλώνει, οι μεγάλες επιχειρήσεις στον τομέα των τροφίμων αποκομίζουν «κέρδη παράγοντας τρόφιμα με πολλή ζάχαρη, πολύ λίπος και πολύ αλάτι». Το σχέδιο δράσης του ΠΟΥ καλεί επίσης τις επιχειρήσεις να συνεργαστούν και προτείνει στα κράτη σειρά προαιρετικών στόχων.
«Η καταπολέμηση της παχυσαρκίας είναι προτεραιότητα, είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για την καταπολέμηση των μη μεταδιδόμενων ασθενειών», δήλωσε ο διευθυντής του τμήματος Διατροφής για την Υγεία και την Ανάπτυξη του ΠΟΥ Φρανσέσκο Μπράνκα. Πρόσθεσε ότι η καταπολέμηση της παχυσαρκίας είναι στο ξεκίνημά της, τα πρώτα θετικά αποτελέσματα καταγράφονται στη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Σιγκαπούρη και δείχνουν ότι μόνο ένας συνδυασμός δράσεων επιτρέπει την αποτελεσματική καταπολέμηση της παχυσαρκίας, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα ο αριθμός των κρουσμάτων παχυσαρκίας διπλασιάστηκε από το 1980 έως το 2008.
Ο ΠΟΥ προτείνει συνεπώς μια ευρεία δέσμη μέτρων, καλώντας τις χώρες να περιορίσουν τα βιομηχανικά λιπαρά οξέα στα τρόφιμα, να τοποθετούν ετικέτες που αναγράφουν τα διατροφικά στοιχεία των προσυσκευασμένων τροφίμων, να μειώσουν το ποσοστό του άλατος και της ζάχαρης στα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά, να μειώσουν ακόμη και το μέγεθος των μερίδων. Το σχέδιο δράσης συνιστά επίσης στα κράτη να αυξήσουν την «οικονομική προσιτότητα και την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών».
ΦΟΡΟΙ
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ο οποίος εδρεύει στη Γενεύη, προτείνει κυρίως, όταν αυτό δικαιολογείται, την επιβολή φόρων, ώστε οι καταναλωτές να αποτρέπονται να αγοράζουν τρόφιμα λιγότερα ωφέλιμα για την υγεία και τα προϊόντα αυτά να μην διαφημίζονται σε σημεία όπου υπάρχουν παιδιά, όπως σχολεία.
Καθώς οι τελευταίες προβολές του ΠΟΥ αναφέρουν ότι τουλάχιστον ένας ενήλικας στους τρείς παγκοσμίως είναι υπέρβαρος και ότι σχεδόν ένας στους 10 είναι παχύσαρκος, υπάρχουν εξάλλου τουλάχιστον 40 εκατομμύρια παιδιά, μικρότερα των πέντε ετών που είναι υπέρβαρα. Είναι ένα εντεινόμενο φαινόμενο, κυρίως στις χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, εξήγησε ο Γκόντφρι Σουερέμπ, ειδικός στον ΠΟΥ για τα θέματα αυτά.
Από την πλευρά τους, οι κολοσσοί της βιομηχανίας τροφίμων ενέκριναν μεγάλο μέρος του σχεδίου δράσης του ΠΟΥ. «Εφαρμόζουμε ήδη από το 2004 τις συστάσεις του σχεδίου που αφορούν την επανατυποποίηση (συνταγών προϊόντων), τη διατροφική εκπαίδευση και τους περιορισμούς για τη διαφήμιση προϊόντων εξαιρετικά λιπαρών, αλατισμένων, γλυκών», είπε η Τζέιν Ριντ της Διεθνούς Ένωσης Ειδών Διατροφής και Ποτών.
Ωστόσο η οργάνωση αυτή, που εκπροσωπεί τις 11 μεγαλύτερες εταιρίες του τομέα όπως οι Coca-Cola, Kellog's, McDonalds, Nestle, Pepsico, Unilever, καθώς και η οργάνωση Food Drink Europe που εκπροσωπεί τις μεγαλύτερες εταιρίες της διατροφικής βιομηχανίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απορρίπτουν την ιδέα της επιβολής φόρου σε ορισμένα προϊόντα. «Καμιά μελέτη δεν απέδειξε ότι η φορολόγηση των προϊόντων αυτών μειώνει την κατανάλωσή τους». Και προειδοποιούν ότι οι φτωχότερες οικογένειες κινδυνεύουν κατά συνέπεια να αγοράζουν περισσότερα φτηνά θερμιδογόνα προϊόντα που περιέχουν όμως λιγότερα θρεπτικά στοιχεία.