«Οι διατροφικές συνήθειες των παιδιών, ηλικίας 11-12 ετών της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας, δεν ακολουθούν πιστά το μεσογειακό διατροφικό πρότυπο, αλλά αντίθετα έχουν έντονα τα στοιχεία του δυτικού τύπου διατροφής» σημειώνεται σε έρευνα της Λαρισαίας καθηγήτριας Οικιακής Οικονομίας Νάντιας Παπαδοπούλου.
Η έρευνα με θέμα «Οι διατροφικές συνήθειες των μαθητών της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας», υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Εφαρμοσμένη Δημόσια Υγεία και Περιβαλλοντική Υγιεινή – Ποιότητα και Ασφάλεια Τροφίμων και Υδάτων και Δημόσια Υγιεινή» της Ιατρικής Λάρισας.
Όπως σημειώνεται και στην έρευνα «σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ως «παχυσαρκία» ορίζεται η υπερβολική συσσώρευση λίπους στο σώμα. Τόσο η παχυσαρκία, όσο και το υπερβάλλον βάρος θέτουν σε κίνδυνο την υγεία, αφού συνδέονται με την εκδήλωση ασθενειών και ψυχοκοινωνικών προβλημάτων.
Τις τελευταίες δεκαετίες ο επιπολασμός της παιδικής παχυσαρκίας έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας, όχι μόνο στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της UNICEF [2013], τα αποτελέσματα της συγκριτικής μελέτης HBSC για την παιδική ευημερία σε 29 αναπτυγμένες χώρες, αναδεικνύουν μεταξύ άλλων τα επίπεδα της παιδικής παχυσαρκίας να ξεπερνούν το 10% σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση τη Δανία, την Ολλανδία και την Ελβετία, ενώ η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση παγκοσμίως μετά τις ΗΠΑ, με ποσοστό υψηλότερο του 20%. Πράγματι, οι διατροφικές συνήθειες και ο τρόπος ζωής των Ελλήνων έχουν αλλάξει δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες, με τα ελληνόπουλα να εμφανίζουν υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας, μειωμένη φυσική δραστηριότητα, δισλιπιδαιμικό προφίλ και ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες.
Η παιδική παχυσαρκία είναι ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο, όπου εκτός από τις ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες και την ελλιπή φυσική δραστηριότητα συντελούν στην εμφάνισή της και άλλοι παράγοντες, όπως κοινωνικοοικονομικοί [το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα] και δημογραφικοί.
Αυτό που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας είναι η προσπάθεια αύξησης της φυσικής δραστηριότητας και όχι τόσο η δραστική μείωση της θερμιδικής πρόσληψης, αφού κάτι τέτοιο μπορεί να επιδρά και στη μείωση της ανάπτυξης του παιδιού.
Συγχρονική επιδημιολογική μελέτη, που πραγματοποιήθηκε στην Περιφερειακή Ενότητα Λάρισας, διερεύνησε τη συχνότητα κατανάλωσης τροφίμων και τις διατροφικές συνήθειες των μαθητών της ΣΤ΄ τάξης των Δημοτικών σχολείων. Στην έρευνα συμμετείχαν εθελοντικά 500 μαθητές (248 αγόρια και 252 κορίτσια), ηλικίας 11-12 ετών, από 34 δημόσια και ιδιωτικά Δημοτικά Σχολεία.
Για τη διατροφική αξιολόγηση των παιδιών χρησιμοποιήθηκε ανώνυμο, ημι-ποσοτικό Ερωτηματολόγιο Συχνότητας Κατανάλωσης - 78 τροφίμων (FFQ), αυτο-συμπληρούμενο από τους γονείς των παιδιών. Το ερωτηματολόγιο υποβλήθηκε σε έλεγχο αξιοπιστίας με πολύ καλά αποτελέσματα σε όλα σχεδόν τα τρόφιμα.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας το «διατροφικό προφίλ» των μαθητών ηλικίας 11-12 ετών στην Περιφερειακή Ενότητα Λάρισας διαμορφώνεται ως εξής: Ο συνολικός επιπολασμός της παχυσαρκίας είναι 23,7% (19,6% υπέρβαρα και 4,1% παχύσαρκα).
Τα αγόρια είναι πιο παχύσαρκα (21,5% υπέρβαρα και 7,1% παχύσαρκα) από τα κορίτσια (17,8% υπέρβαρα και 1,1% παχύσαρκα). Ένα στα δύο περίπου παιδιά λαμβάνει καθημερινά πρωινό (53,8%). Ο αυξημένος ΔΜΣ σχετίζεται με μικρότερη συχνότητα λήψης πρωινού. Το 36,3% των παχύσαρκων και το 47,7% των υπέρβαρων παιδιών λαμβάνει καθημερινά πρωινό, σε σχέση με το 58,1% των παιδιών φυσιολογικού βάρους.
Το μορφωτικό επίπεδο των γονιών σχετίζεται με τις διατροφικές συνήθειες και την κατανάλωση πολλών τροφίμων των παιδιών. Παιδιά, που έχουν γονείς υψηλού μορφωτικού επιπέδου καταναλώνουν λιγότερο συχνά ανθυγιεινά τρόφιμα και ακολουθούν πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες.
Ο τόπος κατοικίας (αστικότητα) παρουσιάζει στατιστικά σημαντική σχέση με τη συχνότητα κατανάλωσης αρκετών τροφίμων. Τα παιδιά της μη αστικής περιοχής [αγροτική] έχουν λιγότερο υγιεινές διατροφικές συνήθειες.
Τα παιδιά, ηλικίας 11-12 ετών καταναλώνουν καθημερινά: γαλακτοκομικά (83% γάλα και 62% τυρί), ψωμί (83,6%), ελαιόλαδο (79,1%), φρέσκα φρούτα (66,4% πεπόνι/καρπούζι, 54,8% κεράσια και <50% μήλα, αχλάδια, ροδάκινα, νεκταρίνια, σταφύλια, φράουλες, πορτοκάλια, μανταρίνια, ακτινίδια και λαχανικά). Εβδομαδιαία: ζυμαρικά (85,9%), ρύζι (74,7%), πουλερικά (77,3%), όσπρια (76,6%), αβγά (65,8%), χοιρινό (61,1%), τηγανητές πατάτες (60,1%), μοσχάρι (59,8%), ψάρια (57,4%). Το 60% περίπου καταναλώνει εβδομαδιαία «λαδερά» φαγητά, όπως τα φασολάκια, οι μπάμιες, οι αγκινάρες και ο αρακάς. Μηνιαία ή και σπάνια ποτέ καταναλώνουν αποξηραμένα φρούτα (80,6%), ζυμαρικά ολικής άλεσης (57,4%), τραχανά (74,4%).
Όσον αφορά την κατανάλωση των αλμυρών snacks, το 58,1% των παιδιών καταναλώνει καθημερινά ή εβδομαδιαία σπιτικές πίτες και τάρτες και το 47,8% πατατάκια/γαριδάκια, ενώ λιγότερο συχνά («μηνιαία» ή «σπάνια») ποπ κορν (72,9%), πίτσα (67,6%) και έτοιμες πίτες (67,6%). Πάνω από το 50% των παιδιών καταναλώνει εβδομαδιαία γλυκά snacks και συγκεκριμένα μπισκότα/κρουασάν/σοκοφρέτες (53,9%), σοκολάτες ή γλυκίσματα που έχουν ως βάση τη σοκολάτα (55,5%) και παγωτά (55,9%), ενώ το 42,3% των παιδιών πίνει καθημερινά ή εβδομαδιαία αναψυκτικά.
Όσο αφορά τις διατροφικές συνήθειές τους, τα παιδιά συνηθίζουν να πίνουν «πλήρες» γάλα (69,3%), καταναλώνουν δημητριακά πρωινού «με φυτικές ίνες» (42,4%), τρώνε «λευκό» ψωμί (72%), τηγανητά φαγητά (87,9%) και χρησιμοποιούν κυρίως το ελαιόλαδο για το τηγάνισμα (74,1%). Σχεδόν στο σύνολό τους (97,4%) καταναλώνουν «έτοιμα» γεύματα (fast foods ή μικρογεύματα), καταναλώνουν στο σπίτι φρούτα (38,5% «καθημερινά») και δε λαμβάνουν συμπληρώματα διατροφής, όπως βιταμίνες, ιχνοστοιχεία (88,1%) κ.α.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι διατροφικές συνήθειες των παιδιών, ηλικίας 11-12 ετών της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας, δεν ακολουθούν πιστά το μεσογειακό διατροφικό πρότυπο, αλλά αντίθετα έχουν έντονα τα στοιχεία του δυτικού τύπου διατροφής. Η αλλαγή και η βελτίωση των διατροφικών συνηθειών των παιδιών επιτυγχάνεται με μία ολιστική προσέγγιση του προβλήματος και απαιτεί την αμφίδρομη συνεργασία των γονιών, των δασκάλων και της πολιτείας, με την αρωγή και την καθοδήγηση της επιστημονικής κοινότητας και την παράλληλη στήριξη των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ως φορείς πληροφόρησης και διαμόρφωσης της καταναλωτικής συνείδησης» καταλήγει η έρευνα.