Η συντριπτική πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ πάντως δεν επιθυμεί την αλλαγή του σημερινού εφημεριακού προτύπου για τα δύο νοσοκομεία. Με την κατηγορηματική αυτή δήλωση ο πρόεδρος του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας καθηγητής Αθ. Γιαννούκας παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο που άνοιξε για τις εφημερίες των δύο νοσοκομείων, προκαλώντας την «αδιαπραγμάτευτη αντίθεση» των γιατρών του Γενικού Νοσοκομείου σε οποιαδήποτε αλλαγή στο ισχύον καθεστώς των εφημεριών. Οι αντιδράσεις των τελευταίων, οι κινητοποιήσεις και κυρίως οι απόψεις και η επιχειρηματολογία, που κατατέθηκε σ’ αυτό τον δημόσιο διάλογο, γιατί ο διάλογος στην Επιτροπή της 5ης ΥΠΕ ουδέποτε ξεκίνησε, δεν αφήνει αδιάφορο τον Λαρισαίο καθηγητή, το όνομα του οποίου συζητήθηκε έντονα καθώς η συμμετοχή του στην Επιτροπή της 5ης ΥΠΕ ήταν αυτή που, σύμφωνα με όσα ακούστηκαν από τους γιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου, θα έγερνε τη ζυγαριά υπέρ των απόψεων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου. Έστω και αν ο ίδιος στη συνάντηση αντιπροσωπιών των δύο νοσοκομείων στην 5η ΥΠΕ είχε ζητήσει την αυτοεξαίρεσή του από την ειδική Επιτροπή, προκειμένου να διευκολύνει τη συζήτηση και κυρίως την εξαγωγή συμπερασμάτων και προτάσεων. Η ερώτηση για τη στάση της Ιατρικής Σχολής στο ζήτημα των εφημεριών των δύο νοσοκομείων στον κ. Γιαννούκα εξελίχθηκε σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση όχι μόνο για τις βασικές αρχές στα υγειονομικά θέματα της περιοχής αλλά και για τον συμβουλευτικό χαρακτήρα της Ιατρικής Σχολής για την ανάπτυξη των υπηρεσιών υγείας στην Κεντρική Ελλάδα. Η κατηγορηματική απάντησή του ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μελών ΔΕΠ πάντως δεν επιθυμεί την αλλαγή του σημερινού εφημεριακού προτύπου για τα δύο νοσοκομεία δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας για τη στάση των πανεπιστημιακών. Παράλληλα, χαρακτηρίζει λανθασμένη τη συλλογιστική εκείνη σύμφωνα με την οποία η επαναφορά του 2 προς 1 στις εφημερίες εξυπηρετεί το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και τους καθηγητές γιατί έτσι μπορούν να εξυπηρετήσουν καλύτερα τα τακτικά χειρουργεία με αποτέλεσμα να μειωθεί η λίστα αναμονής. «Τα επείγοντα περιστατικά διεκπεραιώνονται στη λίστα των επειγόντων και η λίστα των προγραμματισμένων χειρουργείων δεν θα εξυπηρετηθεί από την αλλαγή της εφημέρευσης» τονίζει, υπενθυμίζοντας ότι για την εξυπηρέτηση της λίστας των προγραμματισμένων χειρουργείων η Ιατρική Σχολή ζητά να καλυφθούν οι ανάγκες σε νοσηλευτικό προσωπικό, για να λειτουργήσουν και οι 10 αίθουσες με παράλληλη προετοιμασία της κτιριακής επέκτασης σε ύψος για περισσότερες αίθουσες χειρουργείων για να προσθέσει: «Αν μπουν άλλες 3 αίθουσες σε κυκλοφορία και υπάρξει προοπτική κτιριακής επέκτασης τότε αυτή θα είναι λύση μακράς διάρκειας για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της λίστας των προγραμματισμένων χειρουργείων».
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΜΙΔΩΝ
Ο ίδιος δεν κατανοεί τους λόγους για τους οποίους τα προερχόμενα από το Γενικό Νοσοκομείο μέλη της Επιτροπής δεν προσήλθαν στην πρώτη συνεδρίαση, με αποτέλεσμα ο διάλογος για το εφημεριακό να σταματήσει πριν ακόμα ξεκινήσει. Ενώ θεωρεί ότι κακώς το έργο της Επιτροπής περιορίστηκε μόνο στο εφημεριακό ενώ θα μπορούσε να επεκταθεί σε άλλα προβλήματα που απασχολούν τα δύο νοσοκοκομεία και αναζητούν λύσεις. «Ναι υπάρχει πρόβλημα διακομιδών των επιπλεγμένων περιστατικών από άλλα νομαρχιακά νοσοκομεία της Θεσσαλίας στο ΓΝΛ όταν δεν εφημερεύει το Πανεπιστημιακό. Και αυτό είναι πρόβλημα που θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος συζήτησης της όποιας Επιτροπής που θα μπορούσε να καθορίσει υπό προϋποθέσεις τη διαχείριση τέτοιων περιστατικών» υπογραμμίζει για να αναρωτηθεί: Πώς όμως θα συζητηθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα; Δεν είναι μέρος του θέματος των εφημεριών;
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΥΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ
Ο καθηγητής Αγγειοχειρουργικής δεν αιφνιδιάζεται όταν στο τραπέζι κατατίθεται η άποψη που διατυπώνεται τις τελευταίες ημέρες ότι στη διάρκεια των διοικήσεων των διασυνδεόμενων νοσοκομείων το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο συνέχιζε να αναπτύσσεται -έστω και με αργούς ρυθμούς- σε βάρος του Γενιού Νοσοκομείου. Η άποψη είναι γνωστή και σπεύδει να την αντικρούσει: «Η ανεπαρκής διοικητική μέριμνα με εξαίρεση τη διοίκηση Θανάση Μητσιού και τη μικρή περίοδο Κώστα Καραμπάτσα είχε ως αποτέλεσμα να μην αναπτυχθεί κανένα από τα δύο νοσοκομεία. Δεν υπήρξε ανανέωση του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, δεν έγιναν κτιριολογικές επεκτάσεις με χρήματα του ΕΣΠΑ. Ό,τι έγινε, έγινε από ενδιαφέρον της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Και τα δύο νοσοκομεία έχασαν όχι γιατί ήταν διασυνδεόμενα αλλά η οικονομική κρίση και η διοικητική ανεπάρκεια τους στέρησαν τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν πόροι για έργα μακράς πνοής» αναφέρει, σημειώνοντας πως αντίθετα με προηγούμενες διοικήσεις, η συνεργασία της Ιατρικής Σχολής με τις σημερινές διοικήσεις της ΥΠΕ και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου βρίσκονται σήμερα στο καλύτερο δυνατό επίπεδο, μία συνεργασία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άριστη.
ΓΝΛ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
Όσον αφορά στη θεώρηση της Ιατρικής Σχολής για την ανάπτυξη του Νομαρχιακού Νοσοκομείου, ο κ. Γιαννούκας δεν κρύβει την ενόχλησή του για το γεγονός ότι ουδέποτε ζητήθηκε η γνώμη της Ιατρικής Σχολής για τον σχεδιασμό ανάπτυξης προγραμμάτων υγείας που περιλαμβάνουν τα δύο νοσοκομεία και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και επαναφέρει την πρότασή του για μετεξέλιξη του Γενικού Νοσοκομείου ως εκπαιδευτικό κέντρο».
«Η Ιατρική Σχολή λυπάται και σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί την αναζωπύρωση του εμφυλίου πολέμου μεταξύ των δύο νοσοκομείων. Επιθυμεί να υπάρχει συνεργασία των δύο ιδρυμάτων και αναβάθμιση του Γενικού Νοσοκομείου. Δεν είχε άλλωστε καμία δυνατότητα παρέμβασης ή συμμετοχής στα Διοικητικά Συμβούλια ώστε να υλοποιηθούν οι προτάσεις που έχει κάνει. Αντίθετα, κάποιες διοικήσεις του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου εκδήλωσαν την εχθρότητά τους προς την Ιατρική Σχολή σε πολλαπλά ζητήματα» σημειώνει και δίνοντας παράλληλα και μια απάντηση σε όσα υποστήριξε περί χαμένων ευκαιριών της Ιατρικής Σχολής ο διευθυντής της Ορθοπαιδικής Κλινικής ΓΝΛ Κώστας Μπαργιώτας στην πρόσφατη συνέντευξή του στην «Ε» προσθέτει: «Η Ιατρική Σχολή κατέθεσε δέσμη ιδεών για τη μετατροπή του Γενικού Νοσοκομείου ως εκπαιδευτικό ίδρυμα με δυνατότητες -εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις- λειτουργίας Πανεπιστημιακών Κλινικών στο ΓΝΛ ή κλινικών όπου οι διευθύνσεις τους αποδεχθούν να εκπαιδεύσουν φοιτητές, σύμφωνα με τα εκπαιδευτικά προγράμματα της Ιατρικής Σχολής να αξιοποιηθούν ώστε και η εκπαιδευτική διαδικασία να είναι καλύτερη και το ΓΝΛ να αποκτήσει διαφορετικό χαρακτήρα και κύρος. Σε κάθε περίπτωση αυτό μπορεί να γίνει μέσα από διάλογο και συναίνεση. Συνεπώς, η Ιατρική Σχολή δεν απεμπολεί καμία ιστορική ευκαιρία. Οι διοικήσεις των νοσοκομείων και όσοι παράγοντες είχαν τη δυνατότητα λήψης των αποφάσεων δεν αξιοποίησαν τις προτάσεις της Ιατρικής Σχολής πολλές φορές και εξαιτίας των κακώς εννοούμενων προκαταλήψεων».
ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ
Με την ολοκλήρωση της συζήτησης ο πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής στέλνει ένα σαφές μήνυμα στους υγειονομικούς φορείς της χώρας και ιδιαίτερα της Κεντρικής Ελλάδας: «Η Ιατρική Σχολή συμπληρώνει 30 χρόνια λειτουργίας από την ίδρυσή της έχοντας αλλάξει τον υγειονομικό χάρτη στην Κεντρική Ελλάδα. Έχει κάνει πολλαπλές προτάσεις για τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και αν οι ιθύνοντες την είχαν χρησιμοποιήσει ως υπεύθυνο συμβουλευτικό οργανισμό τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Εμείς παραμένουμε στη διάθεση της ΔΥΠΕ, των διοικήσεων των νοσοκομείων και όποιων άλλων οργάνων της υγείας για να συνεργαστούμε για το καλό της υγείας των πολιτών όλης της Κεντρικής Ελλάδας».
Του Δημ. Κατσανάκη