το οποίο διοργανώνεται από το Ελληνικό Ίδρυμα Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ) σε συνεργασία με την Α' Καρδιολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών που θα διεξαχθεί 21-22 Απριλίου στην Αθήνα.
Όπως αναφέρει στο praktoreio-ygeias.gr του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, ο Δημήτρης Ρίχτερ, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Λιπιδιολογίας και μέλος του ΔΣ του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας, η καινοτομία του συγκεκριμένου συνδυαστικού παράγοντα έγκειται στον τρόπο δράσης του στο κεντρικό νευρικό σύστημα, μειώνοντας το αίσθημα πείνας.
Έχει βρεθεί, σημειώνει ο κ. Ρίχτερ, ότι «η διατροφική συμπεριφορά ρυθμίζεται από συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, ιδιαίτερα τον τοξοειδή πυρήνα του υποθαλάμου, απ' όπου σηματοδοτούνται σήματα σε ανώτερα κέντρα.
Οι παχύσαρκοι παρουσιάζουν πιθανώς διαταραγμένη ισορροπία της δραστηριότητας των νευρώνων που εμπλέκονται στην πρόσληψη τροφής. Οι δραστικές του σκευάσματος, δρουν στα τμήματα του εγκεφάλου που ελέγχουν την πρόσληψη τροφής και το ισοζύγιο ενέργειας του οργανισμού, ενώ παράλληλα, περιορίζουν τη δραστηριότητα του τμήματος του εγκεφάλου, το οποίο ελέγχει την απόλαυση από την κατανάλωση τροφής.
Ως αποτέλεσμα, το σκεύασμα βοηθά τον ασθενή να ακολουθήσει μια δίαιτα ελεγχόμενης θερμιδικής πρόσληψης και να μειώσει το βάρος του».
ΟΙ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ
Σειρά κλινικών μελετών εξηγεί ο κ. Ρίχτερ, εξέτασε την αποτελεσματικότητα του συνδυασμού βουπροπιόνης και ναλτρεξόνης σε άτομα με ή χωρίς διαβήτη, αποδεικνύοντας τη σημαντική του επίδραση στο σωματικό βάρος, προκαλώντας μεταβολή της τάξης του 7%-10%.
Το σκεύασμα αυτό κυκλοφορεί ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, αφού τον Μάρτιο του 2015, έλαβε έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για διάθεση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σύντομα αναμένεται τόσο στη χώρα μας όσο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Στην Ελλάδα, με βάση τα δεδομένα της έρευνας του Μήνα Χοληστερόλης του ΕΛΙΚΑΡ σε πάνω από 50.000 άτομα, το 40% των ενηλίκων είναι υπέρβαρο, το 20% παχύσαρκο και το 10% του πληθυσμού πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη.
«Αρκετές μελέτες καταδεικνύουν ότι ακόμα και οι μικρές απώλειες βάρους, δηλαδή 5%-10% του αρχικού βάρους, αρκούν για την παρουσία σημαντικών, κλινικά ουσιωδών βελτιώσεων στους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου σε υπέρβαρους και παχύσαρκους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2», σύμφωνα με τον κ. Ρίχτερ.
Το 2010 εκτιμήθηκε ότι η παχυσαρκία ήταν η βαθύτερη αιτία για 3,4 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως, λόγω των συννοσηροτήτων που τη συνοδεύουν.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο κ. Ρίχτερ, η παχυσαρκία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης, δυσλιπιδαιμίας, αντίστασης στην ινσουλίνη και ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, εμφράγματος του μυοκαρδίου, ισχαιμικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, αλλά και με αυξημένη φλεγμονή, υπνική άπνοια, διαταραχές του συμπαθητικού συστήματος, συγκεκριμένα είδη καρκίνων και οστεοαρθρίτιδα.
«Είναι αδιαμφισβήτητο», καταλήγει, «ότι η παχυσαρκία υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής, ενώ ταυτόχρονα ενέχει μεγάλο υγειονομικό κόστος».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ