Θα βοηθήσει επίσης στην παγκόσμια διατροφική ασφάλεια, καθώς είναι ένα φυτό που αντέχει σε αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες και σε εδάφη φτωχά, με άλατα ή ορεινά, όπου δεν αντέχουν το σιτάρι και το ρύζι.
Παράλληλα, εκτιμάται ότι -χάρη στη δημιουργία πιο παραγωγικών ποικιλιών και στην μελλοντική αυξημένη παραγωγή της- θα πέσουν οι τιμές της κινόα. Οι τιμές τα τελευταία χρόνια έχουν εκτοξευθεί (τουλάχιστον τριπλασιάσθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία) λόγω της ολοένα μεγαλύτερης ζήτησης, την οποία αδυνατεί να καλύψει η υπάρχουσα προσφορά.
Όπως είπαν οι ερευνητές, η τιμή της κινόα μπορεί μελλοντικά να πέσει στο ένα πέμπτο της σημερινής, στο επίπεδο περίπου της τιμής του σιταριού, πράγμα που θα ανοίξει το δρόμο για την χρησιμοποίησή της ακόμη και στην αρτοποιία.
Η κινόα (Chenopodium quinoa) είναι ένας θάμνος του οποίου οι σπόροι τρώγονται και ανήκει στα λεγόμενα ψευτοδημητριακά. Είναι άκρως θρεπτική λόγω των άφθονων πρωτεϊνών της (γι' αυτό μερικοί τη λένε «χρυσή τροφή» ή υπερ-τροφή), δεν περιέχει γλουτένη, έχει χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη και είναι πλούσια σε ζωτικά αμινοξέα, φυτικές ίνες, λίπη, υδατάνθρακες, βιταμίνες και μεταλλικά στοιχεία. Θεωρείται πιο ολοκληρωμένη τροφή από τα συνήθη δημητριακά.
Πιστεύεται ότι καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά πριν από περίπου 7.000 χρόνια στις 'Ανδεις της Λατινικής Αμερικής, κυρίως στα υψίπεδα γύρω από τη λίμνη Τιτικάκα, όπου αποτέλεσε το βασικό -και ιερό- δημητριακό των Ίνκας και άλλων αρχαίων πολιτισμών των αυτοχθόνων. Όμως μετά την κατάκτηση της Νότιας Αμερικής από τους Ισπανούς, η κινόα απαγορεύθηκε και έπεσε σε παρακμή.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ