Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής εκδηλώνεται όταν η αορτή, η κύρια αρτηρία που παρέχει αίμα στο κάτω μέρος του σώματος, διογκώνεται λόγω αποδυνάμωσης των τοιχωμάτων της. Αν εντοπιστεί εγκαίρως μπορεί να αντιμετωπιστεί, αλλά αν υποστεί ρήξη, τότε μόνο ένα στους πέντε ασθενείς καταφέρνει να επιβιώσει. Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, με επικεφαλής τον Δρ Γουεϊονγκ Τανγκ, μελέτησε στοιχεία για περισσότερα από 15.000 μεσήλικες που είχαν εκδηλώσει ανεύρυσμα στην κοιλιακή αορτή, βάσει ιατρικών εξετάσεων στις οποίες είχαν υποβληθεί μεταξύ 1987 και 1989. Οι συμμετέχοντες είχαν υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσει σε τρεις διαδοχικές ιατρικές επισκέψεις μέχρι το 1998.
Σχεδόν 6.000 άτομα εξακολουθούσαν να είναι εν ζωή το διάστημα 2011-2013 και υποβλήθηκαν σε υπερηχογραφική εξέταση.
Κατά τη διάρκεια των 22 ετών που διήρκεσε η μελέτη, 590 διαγνώστηκαν με ρήξη ή έκαναν αποκατάσταση ανευρύσματος κοιλιακής αορτής. Το 2011, οι υπέρηχοι εντόπισαν 75 επιπλέον περιπτώσεις που δεν είχαν εντοπιστεί τα προηγούμενα χρόνια.
Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι για τους συμμετέχοντες του αρχικού δείγματος, ένας στους επτά θα εκδήλωνε τελικά ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, περιλαμβανομένων ενός στους εννέα ενεργούς καπνιστές και ενός στους 12 πρώην καπνιστές.
Τα άτομα που είχαν διακόψει το κάπνισμα εντός οκτώ ετών από την τελευταία τους αξιολόγηση, την περίοδο 2001-2003, είχαν υψηλότερο κίνδυνο ανευρύσματος κοιλιακής αορτής από εκείνους που είχαν σταματήσει να καπνίζουν πολύ νωρίτερα.
«Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής αναπτύσσεται σταδιακά και συχνά χωρίς συμπτώματα. Αν και τα αποτελέσματα της μελέτης δημιουργούν φόβο, θα πρέπει παράλληλα να τονίσουμε ότι ευτυχώς ποτέ δεν είναι αργά να διακόψει κανείς το τσιγάρο, δεδομένου ότι όσοι εκ των συμμετεχόντων το διέκοψαν είχαν κατά μέσο όρο 29% μικρότερο κίνδυνο εκδήλωσης ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής κατά τη διάρκεια της ζωής τους, συγκριτικά με όσους συνέχισαν να καπνίζουν» σχολιάζει ο Δρ Οττο Στακελμπεργκ από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Σουηδίας.