Στις 12 αυτές περιοχές εντοπίσθηκαν 24 γονίδια που φαίνεται να παίζουν ρόλο στην αναπαραγωγική συμπεριφορά τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Μερικά από αυτά τα γονίδια ήταν ήδη γνωστό ότι επηρεάζουν τη γονιμότητα, ενώ άλλα όχι. Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Μελίντα Μιλς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ανέλυσαν γενετικά στοιχεία για 238.000 άνδρες και γυναίκες σχετικά με την ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού, καθώς και για 330.000 άτομα των δύο φύλων σχετικά με το μέγεθος της οικογένειας. Τα στοιχεία αυτά προέκυψαν από τη συνδυασμένη μελέτη 62 προηγούμενων μελετών ανάλυσης ολοκλήρων γονιδιωμάτων.
Υπολόγισαν ότι από κοινού οι συγκεκριμένες 12 περιοχές του γονιδιώματος επηρεάζουν σε ποσοστό περίπου 1% το πότε θα γεννηθεί το πρώτο παιδί, καθώς και σε ποσοστό μόνο 0,2% τον συνολικό αριθμό τους. Αν και επεσήμαναν ότι αυτά τα ποσοστά φαίνονται «υπερβολικά μικρά», σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να προβλεφθεί αν μια γυναίκα δεν θα κάνει καθόλου παιδιά στη ζωή της.
«Για πρώτη φορά ξέρουμε πλέον πού να βρούμε περιοχές του DNA, οι οποίες σχετίζονται με την αναπαραγωγική συμπεριφορά. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που έχουν γενετική προδιάθεση να καθυστερήσουν την απόκτηση του πρώτου παιδιού, έχουν επίσης γενετική προδιάθεση για καθυστερημένη εμμηναρχή καθώς και εμμηνόπαυση» εξηγεί η Δρ Μιλς. Και τονίζει ότι «οι διάφοροι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες θα παίζουν πάντα μεγαλύτερο ρόλο στο αν μια γυναίκα θα αποκτήσει παιδί και πότε».
Έως σήμερα, η ηλικία κάποιου όταν αποκτά το πρώτο παιδί του, καθώς και το πόσα παιδιά θα αποκτήσει συνολικά, θεωρείται ζήτημα προσωπικής επιλογής του και περιβαλλοντικών συνθηκών. Όμως, η νέα έρευνα δείχνει ότι υπάρχει και μια γενετική παράμετρος που επηρεάζει τις αποφάσεις ενός ανθρώπου - χωρίς κανείς να το συνειδητοποιεί.
Αν και το θέμα θα μελετηθεί περαιτέρω, οι ειδικοί σπεύδουν να υπογραμμίσουν ότι δεν θεωρούν πιθανό η γενετική παράμετρος να ξεπεράσει σε επιρροή το 15% έως 20%, ενώ το υπόλοιπο 85% έως 90% θα αφορά πάντα προσωπικές επιλογές και κοινωνικούς-περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες οι γονείς τείνουν να καθυστερούν την απόκτηση του πρώτου παιδιού, πράγμα που εκ των πραγμάτων μειώνει και τον συνολικό αριθμό παιδιών που θα αποκτήσουν. Στη δεκαετία του 1970 η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού από μια γυναίκα ήταν τα 24 έτη, ενώ στην εποχή μας είναι σχεδόν τα 30.
Επιπλέον, πέρα από αυτή την καθυστέρηση, το 20% έως 25% των γυναικών που γεννήθηκαν στην Ευρώπη μεταξύ 1965-69, δεν έχουν αποκτήσει παιδί. Ακόμη, η βιολογική ηλικία που μια γυναίκα μπορεί να μείνει έγκυος, συνεχώς μειώνεται. Σχεδόν οι μισές γυναίκες είναι πια στείρες έως την ηλικία των 41 ετών. Αυτό σημαίνει ότι πολλές γυναίκες κάνουν το πρώτο παιδί τους λίγο πριν η αναπαραγωγική ικανότητά τους μειωθεί δραματικά ή εξαφανισθεί.
Να σημειωθεί ότι στην επιστημονική ομάδα συμμετείχαν οι Γιώργος Δεδούσης και Ιωάννα-Παναγιώτα Καλαφάτη από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Πάνος Δελούκας και Σταυρούλα Κανόνη από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου και Βασιλική Λαγού από το Πανεπιστήμιο της Λουβέν του Βελγίου.