Όπως δηλώνει ο κ. Πολίτης η κατάθλιψη που σε αυτές τις ηλικίες φτάνει σε ποσοστό 27%, είναι περισσότερο βιολογική και λιγότερο ψυχολογική, ενώ είναι πολύ σημαντικό να διαχωρίζεται από την άνοια, καθότι συχνά μπερδεύονται τα συμπτώματα, με αποτέλεσμα να γίνονται λάθος εκτιμήσεις από τους γιατρούς, κι έτσι να μην ακολουθείται η σωστή θεραπεία από τους ασθενείς.
Αναφερόμενος στις δράσεις από υπηρεσίες και φορείς που αφορούν στην τρίτη ηλικία και γίνονται κατά τόπους στη χώρα μας, ο κ. Πολίτης τονίζει την επιτακτική ανάγκη της πανελλαδικότητας, καθότι και τα δημογραφικά στοιχεία όχι μόνο για την Ελλάδα και τους ακρίτες της, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη δεν είναι καθόλου ευοίωνα.
Η πρόληψη πρέπει να γίνεται τόσο σε επίπεδο ψυχικής υγείας όσο και σε επίπεδο παθολογίας και αυτοί οι δύο τομείς πρέπει να συνυπάρχουν,
τονίζει χαρακτηριστικά ο υπεύθυνος της μονάδας Ψυχογηριατρικής του
Αιγινίτειου.
Η κατάθλιψη αγγίζει σχεδόν έναν στους τρεις ηλικιωμένους
Όπως λέει ο κ. Πολίτης τα ποσοστά των ηλικιωμένων που πάσχουν από κατάθλιψη παγκοσμίως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στην Ελλάδα είναι σχεδόν τα ίδια. «Από μελέτες που έχουν γίνει στην Ελλάδα, έχουμε δει ότι το 27% των ηλικιωμένων εμφανίζει καταθλιπτικά συμπτώματα. Αυτό διαφοροποιεί πολύ την κατάθλιψη από την θλίψη, που είναι μία φυσιολογική αντίδραση σε ψυχοπιεστικά γεγονότα. Δεδομένα σε σχέση με την κρίση των τελευταίων ετών στη χώρα δεν έχουμε, γνωρίζουμε όμως ότι η κατάθλιψη στον γενικό πληθυσμό τα τελευταία έξι χρόνια έχει αυξηθεί από μελέτες που παρουσίασε πρόσφατα η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία».
Κατάθλιψη ή άνοια;
Γιατί όμως είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται η κατάθλιψη σε αυτές τις ηλικίες και να διαχωρίζεται από τη θλίψη ; «Γιατί συνήθως η κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία θεωρείται φυσιολογικό επακόλουθο του γήρατος, ενώ αυτό δεν ισχύει. Η κατάθλιψη είναι μία νόσος, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε δύο πολύ σοβαρές καταστάσεις. Πρώτον στην άνοια, καθότι η κατάθλιψη αποτελεί παράγοντα κινδύνου ανάπτυξης της άνοιας. Δυστυχώς πολύ συχνά μπερδεύονται τα συμπτώματα της κατάθλιψης με αυτά της άνοιας, γίνεται λάθος εκτίμηση και με αυτό τον τρόπο ο ασθενής μπαίνει σε μία λάθος διαδρομή για τη θεραπεία. Δεύτερο πολύ σοβαρό επακόλουθο της κατάθλιψης, είναι οι απόπειρες αυτοκαταστροφής, όταν μάλιστα η κατάθλιψη δεν αναγνωρίζεται. Αυτή βεβαίως είναι η κακή εκδοχή της νόσου για αυτό και η πρώιμη διάγνωση της είναι άκρως σημαντική, γιατί προφυλάσσει και τον ασθενή, αλλά και τους ανθρώπους που τον φροντίζουν». Και το ερώτημα που ενίοτε προκύπτει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σε ποια ειδικότητα πρέπει να απευθυνθεί ο πάσχων ; «Αυτή τη στιγμή με την τρίτη ηλικία ασχολούνται πολλές ειδικότητες όπως είναι η ψυχιατρική, η νευρολογία, οι νευροεπιστήμες. Είναι ένας κοινός τόπος. Δεν υπάρχει κάποιος ειδικός νευρολόγος, υπάρχουν όμως εξειδικεύσεις στην κάθε ειδικότητα. Χρειάζεται μία μεγάλη ομάδα για να διαχειριστεί το πρόβλημα της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους και όχι ένας γιατρός».
Περισσότερο βιολογική και λιγότερο ψυχολογική η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους
Σχετικά με τους επιβαρυντικούς παράγοντες της κατάθλιψης στην τρίτη ηλικία, οι απώλειες παντός είδους φαίνεται να κυριαρχούν, σύμφωνα με τον κύριο Πολίτη. «Όχι μόνο οι φυσικές απώλειες, π.χ το να χάσει κάποιος τον σύντροφό του ή ένα φίλο ή συγγενή,
που αρχίζει και γίνεται συχνό φαινόμενο μετά από μία ηλικία. Αλλά οποιαδήποτε γεγονός
σηματοδοτεί μία απώλεια, όπως το να φύγει το παιδί από το σπίτι, να υπάρξει μία οικονομική δυσπραγία κ.λ.π . Οποιαδήποτε απώλεια μπορεί να παίξει ένα ρόλο ευοδωτικό στο να δημιουργηθεί μία καταθλιπτική συμπτωματολογία, δηλαδή να πυροδοτήσει τη βιολογία που είναι έτοιμη. Θεωρείται ότι η κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία είναι πιο πολύ βιολογικό φαινόμενο και λιγότερο ψυχολογικό».
Πώς να σταθούμε δίπλα τους
«Νομίζω ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία να τους δίνουμε ένα σημαντικό ρόλο στην κοινωνία μας. Να έχουν ενεργό ρόλο μέσα στην οικογένεια,
να μην μπαίνουν στο περιθώριο. Π.χ να τους αναθέτουμε δουλειές που θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς, προκειμένου να βγαίνουν έξω, να περπατάνε και να συναναστρέφονται με κόσμο. Είναι πολύ σημαντικό να νιώθουν χρήσιμοι και να κοινωνικοποιούνται. Επίσης να τους βοηθάμε να κρατάνε ένα μοντέλο άσκησης, δηλαδή το σώμα τους να είναι ενεργό, αλλά και να προλαμβάνουν τα νοσήματα, ειδικά τα καρδιαγγειακά. Και βεβαίως να
τους παροτρύνουμε να κρατάνε το μυαλό τους ενεργό. Ακόμα και παίζοντας μαζί τους ένα επιτραπέζιο παιχνίδι ή οτιδήποτε τους ευχαριστεί».
Αρκούν οι υπηρεσίες που παρέχονται;
Όσον αφορά τις δράσεις και τις υπηρεσίες που παρέχονται στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας στη χώρα μας αυτές γίνονται σποραδικά και όχι σε κεντρικό επίπεδο. Όπως αναφέρει ο κ. Πολίτης υπάρχει μία μεγάλη δραστηριότητα και συνεχώς αυξανόμενη.
«Τους τελευταίους 6-7 μήνες δραστηριοποιείται από την Ψυχογηριατρική Εταιρεία Νέστωρ, μία μονάδα φροντίδας ασθενών στο σπίτι, στο δήμο Αθηναίων. Υπάρχουν άλλες δράσεις που κάνουν διαφορετικές εταιρείες Αλτσχάιμερ. Υπάρχουν τα ιατρεία μνήμης, τα οποία δουλεύουν. Υπάρχουν δράσεις που γίνονται στη Ρόδο, ή
στην Κρήτη. Έχουμε την υπηρεσία τηλεϊατρικής στο Αιγινίτειο για την Άνδρο, εδώ και τέσσερα χρόνια. Αυτό που
όμως είναι σημαντικό να γίνει, είναι αυτές οι δράσεις να δικτυωθούν μεταξύ τους. Η πανελλαδικότητα πρέπει να είναι μία προτεραιότητα που δεν μπορεί να την καλύψει ένας φορέας και
πρέπει να αποτελεί μία πολιτική στην υγεία, αυτό το κομμάτι».
Έως και 32% οι ηλικιωμένοι στις ακριτικές περιοχές της Ελλάδας
Κι όλα αυτά ενώ ο πληθυσμός της Ευρώπης γερνάει με γεωμετρική πρόοδο, και το δημογραφικό μέλλον της Ελλάδας, διαγράφεται μελανό, ειδικά στις ακριτικές περιοχές. «Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή οι ηλικιωμένοι αποτελούν το 19% του πληθυσμού και γνωρίζουμε από την τελευταία απογραφή που έχει γίνει, ότι σε απομακρυσμένες περιοχές, όχι σε αστικά κέντρα, ο αριθμός των ηλικιωμένων άνω των 65 αγγίζει το 30-32%. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο
υπολογίζεται ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια,
θα τριπλασιαστεί ο αριθμός αυτών που είναι πάνω από 80, και θα διπλασιαστεί ο πληθυσμός που είναι άνω των 65 ετών. Με αυτή την τεράστια αύξηση γήρανσης του πληθυσμού που αναμένεται, θα πρέπει να εστιάσουμε σε αυτό το κομμάτι του πληθυσμού, είτε από πλευράς ψυχικής υγείας είτε από πλευράς παθολογίας. Πρέπει να συνυπάρχουν αυτοί οι δύο τομείς. Δεν μπορούν να λειτουργούν ξεχωριστά».