Σε ανάλογες διαπιστώσεις έχουν καταλήξει και παλαιότερες μελέτες, οι οποίες είχαν εστιάσει σε μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους, ενώ η νέα έρευνα επικεντρώθηκε σε νεότερους. Οι ερευνητές του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας Αντίνα Ζέκι Αλ Χαζούρι, ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 3.400 άτομα.
Οι επιστήμονες συσχέτισαν το επίπεδο εισοδήματος καθενός, με τη επίδοσή τους σε τεστ που αξιολογούσαν το βαθμό γνωσιακής-νοητικής γήρανσης του εγκεφάλου (μνήμη, ταχύτητα σκέψης κ.ά). Τα τεστ έγιναν, όταν η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 50 ετών.
Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι, όσοι άνθρωποι ζουν σε μακρόχρονη φτώχεια (για 20 χρόνια), εμφανίζουν σημαντικά χειρότερες επιδόσεις και πρόωρη εγκεφαλική γήρανση, σε σχέση με όσους ποτέ δεν υποχρεώθηκαν να ζήσουν με χαμηλά εισοδήματα.
«Οι οικονομικές αντιξοότητες ενός νεαρού ενηλίκου έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τη γνωσιακή υγεία του κατά τη μέση ηλικία», σημειώνουν οι ερευνητές. Αποδίδουν το φαινόμενο κυρίως στο στρες που γεννά η φτώχεια και στον τρόπο που αυτό επηρεάζει τον εγκέφαλο, σε συνδυασμό με άλλους επιβαρυντικούς παράγοντες (πιο ανθυγιεινός τρόπος ζωής, κακή διατροφή, κάπνισμα, αλκοόλ, ανεπαρκής σωματική άσκηση κ.ά.).
Σύμφωνα με την Δρ Χαζούρι η αρνητική επίδραση, αν και σε μικρότερο βαθμό, ισχύει και για όσους κάποτε δεν είχαν οικονομικά προβλήματα, αλλά βρέθηκαν στη φτώχεια πιο πρόσφατα λόγω της κρίσης ή άλλης αιτίας.