Το ποσοστό εκδήλωσης της διάρροιας των ταξιδιωτών κυμαίνεται από 30 % έως 70 %, ανάλογα με τον προορισμό του ταξιδιού. Η πιθανότητα προσβολής από την εν λόγω διάρροια δεν μπορεί να εξαλειφθεί πλήρως ακόμη και αν εφαρμοστούν πιστά οι κανόνες ατομικής υγιεινής και οι διεθνείς οδηγίες πρόληψης.
Η πραγματοποίηση ενός ταξιδιού σε μια ξένη χώρα, η οποία παρουσιάζει κλιματολογικές διαφορές, δυσμενείς κοινωνικές καταστάσεις και κακές συνθήκες υγιεινής, δυνατόν να προκαλέσει πρόβλημα στην υγεία του ταξιδιώτη. Έρευνες έχουν δείξει ότι το 50 έως 75 % των ταξιδιωτών, που πραγματοποίησαν μικρής διάρκειας ταξίδι σε τροπικές και υποτροπικές χώρες, αναφέρει κάποιο πρόβλημα υγείας. Τα περισσότερα από τα προβλήματα αυτά είναι ήσσονος σημασίας και μόνο το 5% των ταξιδιωτών απαιτεί ιατρική φροντίδα, ενώ λιγότερο από το 1 % έχει ανάγκη νοσηλείας.
Διάφορα βακτήρια, αποτελούν, σε ποσοστό 80 - 90 %, το αίτιο της νοσηρότητας των ταξιδιωτών, ενώ οι ιοί ευθύνονται για το 5 - 8 % των περιπτώσεων. Η διάρροια είναι συνήθως είναι μία βραχύβια και αυτοπεριοριζόμενη κατάσταση. Το ποσοστό των κρουσμάτων, για μία παραμονή 2 εβδομάδων, κυμαίνεται από 8 % στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, μέχρι 75 % σε περιοχές της Αφρικής, της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο διατρέχουν τα νήπια και οι νεαροί ενήλικοι. Η συχνότητα της διάρροιας είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το μέγεθος της προσοχής, που καταβάλλεται στη διατροφή.
Επιδημιολογία. Από τα 30 εκατομμύρια άτομα περίπου, που ταξιδεύουν από τις εύκρατες και βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες σε τροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και Κεντρικής και Νότιας Αμερικής κάθε χρόνο, το 20 έως 75 % θα παρουσιάσει υδαρή διάρροια. Ο χρόνος εμφάνισης συνήθως κυμαίνεται από 3 ημέρες έως 2 εβδομάδες μετά την άφιξη του ταξιδιώτη στην τροπική περιοχή, αλλά οι περισσότερες περιπτώσεις εκδηλώνονται μέσα στις πρώτες 3 έως 5 ημέρες. Η νόσος γενικά διαρκεί 1 - 5 ημέρες και υποχωρεί αυτομάτως. Η υψηλή συχνότητα της διάρροιας, σε επισκέπτες υπανάπτυκτων περιοχών, συνδέεται με την κατανάλωση μολυσμένων τροφίμων ή νερού.
Οι μικροοργανισμοί, που προκαλούν διάρροια στους ταξιδιώτες, ποικίλλουν σημαντικά, ανάλογα με την περιοχή. Σε όλες τις περιοχές, το εντεροτοξινογόνο κολοβακτηρίδιο απομονώνεται συχνότερα στα άτομα, που εμφανίζουν το κλασικό σύνδρομο της εκκριτικής διάρροιας των ταξιδιωτών. Το ποσοστό των κρουσμάτων, που αποδίδεται στο μικροοργανισμό αυτό, αρχίζει από το 15 % για την Ασία και φθάνει μέχρι και το 50 % στη Λατινική Αμερική. Η σιγκέλλα, η σαλμονέλλα και το καμπυλοβακτηρίδιο, θεωρούνται ότι προκαλούν πιο σοβαρή διεισδυτική δυσεντερία, σε σχέση με το εντεροτοξινογόνο κολοβακτηρίδιο.
H κλινική διαφοροποίηση των λοιμώξεων, που προκαλούν οι παραπάνω μικροοργανισμοί, μπορεί να είναι δύσκολη. Η σιγκέλλα, η σαλμονέλλα και το καμπυλοβακτηρίδιο, απομονώνονται στο 1 έως 15 % των περιστατικών. Τα είδη Vibrio είναι πιο συχνά στην Ασία, ενώ η νόσος από το δονάκιο της χολέρας, που ενδημεί στη Νότιο - Ανατολική Ασία και σε τμήματα της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, αποτελεί σημαντική πηγή ανησυχίας για τους ταξιδιώτες στις περιοχές αυτές. Λιγότερο συνηθισμένα βακτήρια είναι τα: Aeromonas hydrophila και Plesiomonas shigelloides, τα οποία έχουν απομονωθεί από ταξιδιώτες στην Ταϊλάνδη.
Στα παρασιτικά αίτια διάρροιας των ταξιδιωτών περιλαμβάνεται η ιστολυτική αμοιβάδα, η οποία ευθύνεται για το 5 % περίπου των περιστατικών στο Μεξικό και στην Ταϊλάνδη, καθώς και η λαμβλίαση, η οποία έχει σχέση με τη μόλυνση του πόσιμου νερού σε πολλές περιοχές του κόσμου. Το κρυπτοσπορίδιο έχει απομονωθεί από ταξιδιώτες στις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, στο Μεξικό και στην Αφρική. Ιοί, όπως ροταϊοί και ιοί τύπου Norwalk, έχουν, επίσης, απομονωθεί από επισκέπτες στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική, σε ποσοστό μέχρι 12 %.
Κλινική εικόνα: Κυριότερα συμπτώματα της διάρροιας των ταξιδιωτών είναι: υδαρής διάρροια, ναυτία, εμετοί, κοιλιακές «κράμπες», αδυναμία, κακουχία, απώλεια της όρεξης και χαμηλός πυρετός. Αίμα στα κόπρανα ή βλεννοαιματηρές κενώσεις, σπάνια παρατηρούνται. Ο αριθμός των κενώσεων μπορεί να ξεπεράσει τις 10 - 15 στη διάρκεια του 24ώρου, σε ορισμένες βαριάς μορφής περιπτώσεις.
Ορισμένοι ταξιδιώτες δυνατόν να παρουσιάσουν χρόνια εντερικά προβλήματα μετά την αποδρομή του επεισοδίου της οξείας διάρροιας και την επιστροφή τους στην πατρίδα (π.χ. χρόνια διάρροια, κοιλιακές «κράμπες», δυσανεξία στη λακτόζη, συμπτώματα, που χαρακτηρίζουν το ευερέθιστο έντερο).
Προληπτικά μέτρα: Οι ταξιδιώτες πρέπει να είναι καλά πληροφορημένοι, ως προς την επιλογή των τροφών, το είδος των υγρών και την καθαρότητα του νερού, που θα πίνουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Η προσθήκη πάγου στα ποτά (παγάκια) δεν είναι ασφαλής, εκτός κι αν αυτά προέρχονται από εμφιαλωμένο ή φιλτραρισμένο νερό. Απαραίτητη είναι επίσης η αποφυγή ωμών σαλατικών, καθώς και η κατανάλωση, υπό οποιαδήποτε μορφή, κοτόπουλου. Τα εμφιαλωμένα ποτά πρέπει να πίνονται άμεσα από το μπουκάλι με καλαμάκι και όχι από το ποτήρι
Στη προφυλακτική αντιμικροβιακή αγωγή περιλαμβάνεται κυρίως το υποσαλικυλικό βισμούθιο, που αποτελεί παράγοντα, που έχει μελετηθεί περισσότερο για την πρόληψη της διάρροιας των ταξιδιωτών.
Οι απόψεις για την προληπτική χρήση αντιβιοτικών διίστανται. Σε κάθε περίπτωση, δεν συνιστάται υπό μορφή « ρουτίνας » η προληπτική χρήση αντιβίωσης, λόγω του κόστους και των παρενεργειών. Στις εξαιρέσεις περιλαμβάνονται όσοι έχουν ιστορικό εγχείρησης στομάχου ή πάσχουν από σπαστική κολίτιδα, ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις εντερικές νόσους, βαριές καρδιαγγειακές παθήσεις, νεφροπάθειες και καταστάσεις ανοσολογικής ανεπάρκειας (νόσος AIDS, ανοσοκατασταλμένοι). Στα αντιβιοτικά, που χορηγούνται προληπτικά, περιλαμβάνονται: η σιπροφλοξασίνη και η λεβοφλοξασίνη, σε δόσεις 500 mgr , δις ημερησίως, επί 1 - 2 ημέρες.
Θεραπεία: Στην υδαρή διάρροια, όπου οι κενώσεις είναι μία έως τρεις το 24/ωρο, χωρίς αίμα ή βλέννα στα κόπρανα, γίνεται χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών, είτε από το στόμα είτε παρεντερικά, με σκοπό τη διατήρηση της υδρικής και ηλεκτρολυτικής ισορροπίας.
Στις περιπτώσεις, όπου οι διαρροϊκές κενώσεις είναι πάνω από τρεις στη διάρκεια του 24/ώρου, περιέχουν αίμα ή βλέννα στα κόπρανα, συνυπάρχει δε και πυρετός (>37.8 C), απαιτείται η χορήγηση αντιβιοτικών και αντιδιαρροϊκών σκευασμάτων. Η χορήγηση σιπροφλοξασίνης ή λεβοφλοξασίνης, 500 mgr, δις ημερησίως, για τρεις ημέρες, είναι αποτελεσματική. Επίσης, η χορήγηση των αντιβιοτικών αζιθρομυκίνη ή ριφαξιμίνη έχει καλά αποτελέσματα. Τα αντιδιαρροϊκά σκευάσματα, όπως η λοπεραμίδη και η διφαινοξυλάτη, μειώνουν την κινητικότητα του εντέρου, επομένως και τον αριθμό των κενώσεων, αλλά καλό είναι να αποφεύγονται σε σοβαρές περιπτώσεις διαρροϊκού συνδρόμου. Τέλος, στις περιπτώσεις όπου οι ασθενείς δεν ανταποκρίνονται στα αντιβακτηριακά και αντιδιαρροϊκά σκευάσματα, μπορεί να επιχειρηθεί εμπειρικά η χορήγηση αντιπρωτοζωϊκών φαρμάκων ( μετρονιδαζόλη ).
* Ο Δρ Αργύρης Β. Ντόβας είναι τ. Διευθυντής Β΄ Παθολογικής Κλινικής Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας & Παθολογικής Κλινικής ΕΣΥ Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας