Σύμφωνα με άρθρο του επιστημονικού εντύπου Science Translational Medicine, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ογκολογίας Μπερτ Βογκελστάιν, διευθυντή του Αντικαρκινικού Κέντρου Ludwig της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς των ΗΠΑ, και τη συμβολή του Νικόλα Παπαδόπουλου, καθηγητή Ογκολογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο, έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση επί τέσσερα χρόνια 230 ασθενείς σταδίου 2, συλλέγοντας πάνω από 1.000 δείγματα αίματος κάθε τρεις μήνες μετά την χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης του όγκου.
Στην πορεία, κατάφεραν να εντοπίσουν καρκινικό DNA σε 20 από τους 230 ασθενείς που είχαν εγχειριστεί (από αυτούς οι έξι είχαν κάνει και χημειοθεραπεία, ενώ οι 14 όχι). Από τους 20 ασθενείς, οι 14 υποτροπίασαν τελικά. Επίσης υποτροπίασαν άλλοι 14 ασθενείς, στων οποίων όμως το αίμα δεν είχε βρεθεί DNA του όγκου.
Η υγρής μορφής βιοψία, που ανιχνεύει στο αίμα τμήματα του γενετικού υλικού (DNA) του όγκου, εφόσον η αξιοπιστία της επιβεβαιωθεί με νέες δοκιμές, θα βοηθήσει τους γιατρούς να αποφασίζουν ποιοί ασθενείς χρειάζονται πρόσθετη θεραπεία, όταν γίνεται η αρχική διάγνωση του καρκίνου σταδίου 2.
Οι όγκοι δευτέρου σταδίου έχουν επεκταθεί σε γειτονικούς ιστούς, αλλά δεν έχουν δώσει μεταστάσεις σε άλλα όργανα. Μέχρι σήμερα επικρατεί αβεβαιότητα κατά πόσο αυτοί οι ασθενείς χρειάζονται χημειοθεραπεία μετά το χειρουργείο, καθώς οι περισσότεροι ασθενείς θα θεραπευθούν μετά τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου.
Όμως μερικοί καρκίνοι υποτροπιάζουν, γι' αυτό οι ογκολόγοι χρειάζονται ένα τεστ που να διακρίνει τους καρκινοπαθείς, οι οποίοι έχουν αυξημένο κίνδυνο επανεμφάνισης της νόσου. Η νέα εξέταση κάνει για πρώτη φορά ακριβώς αυτή τη διάκριση.
Να σημειωθεί ότι, περίπου το 40% ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου σταδίου 2 αντιμετωπίζουν κίνδυνο επανεμφάνισης της νόσου.
«Μολονότι αυτό το τεστ DNA και άλλα παρόμοια δεν είναι τέλεια, η μελέτη μας δείχνει ότι όταν βρούμε DNA του όγκου να κυκλοφορεί στο αίμα του καρκινοπαθούς, τότε η υποτροπή είναι πολύ πιθανή», εξηγεί ο Δρ Παπαδόπουλος, ο οποίος αποφοίτησε από το Τμήμα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1984 και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές και την καριέρα του στις ΗΠΑ.
Το κόστος πάντως της υγρής μορφής βιοψίας αναμένεται να είναι πολύ υψηλό, πράγμα που δημιουργεί ερωτηματικά για τη δυνατότητα ευρείας αξιοποίησής της στο μέλλον.