Τα στοιχεία προκύπτουν από έρευνα για την υγεία του πληθυσμού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και αφορούν το 2014. Η έρευνα, που πραγματοποιείται κάθε τέσσερα χρόνια και η πρώτη διενεργήθηκε το 2009, έγινε σε 8.223 νοικοκυριά, σε άτομα άνω των 15 ετών.
Τα προβλήματα στο δημόσιο σύστημα Υγείας και η οικονομική κατάσταση των πολιτών, αποτυπώνονται στα αποτελέσματα της μελέτης. Συγκεκριμένα, ιατροφαρμακευτική φροντίδα καθυστέρησε ή δεν έλαβε καθόλου το 12,9% του πληθυσµού, λόγω µεγάλης λίστας αναµονής, το 6,0% λόγω µεγάλης απόστασης ή προβληµάτων στη µεταφορά, το 9,4% λόγω έλλειψης ειδικοτήτων γιατρών και επαγγελµατιών υγείας.
Την οικονομική δυνατότητα για να λάβει ιατρική φροντίδα ή θεραπεία δεν είχε το 13,6% του πληθυσµού, οδοντιατρική φροντίδα το 15,2%, υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας το 4,2%, ενώ το 11,3% δεν είχε την οικονοµική δυνατότητα να αγοράσει φάρµακα που είχαν συσταθεί από γιατρό.
Κατάθλιψη
Ανησυχητικό είναι το εύρημα ότι το 4,7% του πληθυσμού δηλώνει ότι έχει κατάθλιψη, ποσοστό που είναι αυξημένο κατά 80,8% σε σχέση με το ποσοστό του 2009 (2,6%). Κατάθλιψη φέρεται να εμφανίζουν τρεις στους δέκα άνδρες και σχεδόν επτά στις δέκα γυναίκες. Ακόμη, το 7,6% του πληθυσμού πάσχει από αγχώδεις διαταραχές, το 1,7% από άλλες ψυχικές διαταραχές. Επιπλέον, το 38,3% δήλωσε ότι βίωσε «αρνητικά» συναισθήµατα, ενώ για πρώτη φορά συµπεριλήφθηκε στην έρευνα ερώτηµα αναφορικά µε τον αυτοκτονικό ιδεασµό και τη συχνότητα εµφάνισής του. Σύµφωνα µε τις απαντήσεις «σκέψεις ότι θα ήταν καλύτερα να µη ζει ή να βλάψει τον εαυτό του» έκανε το 3,3% του πληθυσµού.
Νοσήματα
Ένας στους δύο (49,7%) δηλώνει ότι έχει κάποιο χρόνιο πρόβληµα ή χρόνια πάθηση, αύξηση 25,2%, σε σχέση µε το 2009, εκ των οποίων, έξι στους δέκα (61,8%) είναι ηλικίας 55 ετών και άνω. Ακόμη το 2,1% του πληθυσμού, δήλωσε ότι υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου, ποσοστό αυξημένο κατά 50,0% σε σχέση με το ποσοστό που κατεγράφη το 2009 (1,4%). Το 2,1% δήλωσε ότι υπέστη αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή υφίσταται τις χρόνιες συνέπειες παλαιού εγκεφαλικού και 20,9%, δήλωσε ότι πάσχει από υπέρταση και υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίµα ανέφερε το 15,4% του πληθυσµού.
Από σακχαρώδη διαβήτη δήλωσε ότι πάσχει το 9,2% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω, ποσοστό αυξημένο κατά 16,5% σε σχέση με το 2009 (7,9%).
Νοσοκοµειακή περίθαλψη
Το ποσοστό του πληθυσµού ηλικίας 15 ετών και άνω που έκανε εισαγωγή σε νοσοκοµείο µε διανυκτέρευση ανήλθε σε 9,7%. Σε σχέση µε τα στοιχεία της έρευνας του 2009 σταθερότητα καταγράφεται στις εισαγωγές σε νοσοκοµείο µε διανυκτέρευση και αύξηση 28,2% στις ηµερήσιες νοσηλείες.
Αναφορικά µε την εξω-νοσοκοµειακή περίθαλψη, σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της έρευνας, το ποσοστό του πληθυσµού που επισκέφθηκε ή συµβουλεύτηκε (µε κατ' ιδίαν επίσκεψη, τηλεφωνικά ή ηλεκτρονικά): Οδοντίατρο ή ορθοδοντικό, ανήλθε σε 47,4% ποσοστό που παρουσιάζει µείωση (9,2%) σε σχέση µε το 2009 (52,2%). Γιατρό γενικής ιατρικής ή παθολόγο, ανήλθε σε 58,8% ποσοστό που παρουσιάζει σταθερότητα σε σχέση µε το 2009 (57,8%). Γιατρό άλλης ειδικότητας ή χειρουργό (συµπεριλαµβανοµένων των γναθοχειρουργών), ανήλθε σε 46,5% ποσοστό που παρουσιάζει µικρή αύξηση (2,2%) σε σχέση µε το 2009 (45,5%). Φυσικοθεραπευτή ή κινησιοθεραπευτή επισκέφθηκε το 8,0% του πληθυσµού ηλικίας 15 ετών και άνω.
Φάρμακα
Μικρή μείωση (2,9%) παρατηρείται στην κατανάλωση φαρμάκων με συνταγή γιατρού. Ειδικότερα, ένας στους δύο (47,4%) κατανάλωσε φάρµακα, µε γραπτή συνταγή, σε σχέση με το ποσοστό του 2009 ήταν 48,8%.
Αύξηση 11,8% καταγράφεται στο ποσοστό (27,5%) που κατανάλωσε φάρµακα, χωρίς συνταγή γιατρού, σε σχέση µε το 2009 (24,6%).
Τα µέλη των νεότερων οµάδων ηλικιών κατανάλωσαν περισσότερα φάρµακα χωρίς συνταγή γιατρού παρά µε συνταγή γιατρού. Το αντίθετο καταγράφηκε για τις µεγαλύτερες οµάδες ηλικιών.
Δραστηριότητες
Συνολικά, το 29,7% του πληθυσµού ηλικίας 15 ετών και άνω δηλώνει ότι έχει περιορίσει τις δραστηριότητές του λόγω προβληµάτων υγείας. Αύξηση 15,7% και 39,6% καταγράφεται στο ποσοστό του πληθυσµού που αντιµετωπίζει περιορισµό των δραστηριοτήτων του, πάρα πολύ και όχι πάρα πολύ, αντίστοιχα.Ενας στους δύο ηλικίας 65-74 ετών και σχεδόν οκτώ στους δέκα ηλικίας 75 ετών και άνω δηλώνουν περιορισµό δραστηριοτήτων λόγω προβληµάτων υγείας.