Του Μενέλαου Κατσαμπέλα
Στα πρώτα δύσκολα χρόνια των μνημονίων, την άνοιξη του 2011, διοικητής μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας είχε αναφερθεί στα τύπου “chicken game” πιεστικά διλήμματα στον χώρο της υγείας, που αναδείχθηκαν στην πορεία μεγαλοπρεπώς από τη ...βαρουφάκεια επιχειρηματολογία, διανθισμένη με τα βασικά θεωρητικά εργαλεία της Θεωρίας των Παιγνίων.
Με την Τρόικα να έχει ήδη εγκαταστήσει στο ΕΣΥ έναν ασφυκτικό μηχανισμό δημοσιονομικής τοποτηρητείας, ο συγκεκριμένος διοικητής είχε αποκαλύψει ότι βρέθηκε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη απόφαση : Διαγωνισμός για την προμήθεια βασικού υγειονομικού υλικού είχε καταλήξει δύο φορές άγονος, αφού οι συμμετέχουσες εταιρίες είχαν προσφέρει το υλικό σε τιμές πάνω από το Παρατηρητήριο Τιμών, που αποτελεί έναν μηχανισμό παρακολούθησης των νοσοκομειακών δαπανών, ώστε να τηρείται η μέγιστη δυνατή ομοιογένεια στις εκάστοτε αγορές των νοσοκομείων.
Το δίλημμα λοιπόν ήταν: Ακύρωση κάθε σχετικής προμήθειας με αυτονόητες συνέπειες για την υγεία, ακόμα και για τη ζωή των ασθενών ή έγκριση κατεπείγουσας προμήθειας με τιμές ελεύθερου εμπορίου έστω και πάνω από το Παρατηρητήριο Τιμών, με ορατή όμως την κλήση για παροχή εξηγήσεων από τη δικαιοσύνη;
Επέλεξε το δεύτερο με κατά πλειοψηφία απόφαση, όχι χωρίς κόπο, αφού τα κορυφαία στελέχη της διοίκησης (ιατρική και διοικητική υπηρεσία) που συμμετέχουν στα Διοικητικά Συμβούλια μεγάλων νοσοκομείων, είχαν διστάσει μπροστά στη διαγραφόμενη νομική εμπλοκή, και έτσι η απόφαση στηρίχτηκε στις ψήφους των διορισμένων κυβερνητικών στελεχών.
Το σκηνικό επαναλήφθηκε προφανώς και σε άλλα νοσοκομεία σε πολλές ανάλογες περιστάσεις. Και το θυμήθηκαν έμπειρα στελέχη στον χώρο της υγείας, με αφορμή τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται μετά τις 5 Φεβρουαρίου στα δύο νοσοκομεία της Λάρισας.
Στην περίπτωσή μας υπάρχουν σαφώς δυσκολότερες συνθήκες άσκησης διοίκησης και λήψης αποφάσεων, καθώς στο τιμόνι τους - απουσία διοικητή, αναπληρωτών διοικητών και διορισμένων από το υπουργείο μελών του Δ.Σ. – βρίσκονται πλέον μόνο υψηλόβαθμα στελέχη της ιατρικής και διοικητικής υπηρεσίας και μάλιστα χωρίς τη δυνατότητα να συγκαλέσουν έστω Διοικητικό Συμβούλιο με νόμιμη σύνθεση!
Με την αποχώρηση του διοικητή Κώστα Καραμπάτσα, του αναπληρωτή διοικητή Θεόδωρου Κουτσιανά (τον Δεκέμβριο) , τη λήξη της θητείας των διορισμένων από την κυβέρνηση μελών Γιάννη Καριπίδη και Γιώργου Αρσενόπουλου ( στις 5 Φεβρουαρίου όπως έγραψε η «Ε»), την ανάγκη επικαιροποίησης της συμμετοχής του καθηγητή Ιωάννη Φεζουλίδη, διευθυντή Ιατρικής Υπηρεσίας του ΠΓΝΛ, αλλά και την έκδοση ΦΕΚ για τους νεοεκλεγέντες αιρετούς ιατρών και εργαζομένων, το μπλακ-άουτ είναι ορατό.
Τα ζητήματα τρέχουν και με δεδομένη τη δικομανία και τις προσφυγές εταιριών στη δικαιοσύνη για θέματα διαγωνισμών και προμηθειών κατά κύριο λόγο, οι ώμοι των υπηρεσιακών παραγόντων καλούνται να σηκώσουν ένα μάλλον ασήκωτο για τις αντοχές τους βάρος!
Είναι κοινό μυστικό ότι οι διοικητές, αλλά και οι διορισμένοι από το υπουργείο Υγείας στα Δ.Σ. των νοσοκομείων, αναλαμβάνοντας τη σχετική πολιτική και υπηρεσιακή ευθύνη, πραγματοποιούσαν συχνά ...ακροβασίες και «πτήσεις» πάνω από τα τυπικά και αυστηρά όρια της νομιμότητας όταν επρόκειτο για λεπτά θέματα που αφορούν τη δημόσια υγεία και την ανθρώπινη ζωή, με την προσμονή ότι ακόμα και αν κληθούν από τη δικαιοσύνη, με τη βοήθεια των νομικών συμβούλων αλλά και την κυβερνητική στήριξη θα αποφύγουν ποινικές συνέπειες.
Από την άλλη, η συνήθης πρακτική λέει ότι ένας δημόσιος υπάλληλος καριέρας με υψηλή θέση ευθύνης δύσκολα θα ρισκάρει πιθανές αποφάσεις τέτοιου είδους ακόμα και σε προφανέστατες περιπτώσεις. Πέρα από όλα τα άλλα η δύσκολη συγκυρία ενέσπειρε και έναν πανικό στην καθημερινή λειτουργία των δημοσίων υπαλλήλων , όπου συχνά η ευθυνοφοβία και η καχυποψία βρίσκονται στο ζενίθ...
Τα δύο νοσοκομεία της Λάρισας πέρασαν μια δύσκολη περίοδο από τα τέλη Αυγούστου έως τα μέσα Νοεμβρίου του 2015. Η αδυναμία συνεδρίασης του Διοικητικού τους Συμβουλίου κατά την περίοδο αυτή είχε δημιουργήσει μια οριακή κατάσταση στη λειτουργία τους, με έργα ΕΣΠΑ στον αέρα, λιμνάζοντες διαγωνισμούς και άλλες παρενέργειες.
Η «Ε» και πολλοί τοπικοί φορείς είχαν «σηκώσει» το θέμα, κάτι που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο να ασκηθεί η μέγιστη δυνατή πίεση στο υπουργείο Υγείας , μέχρις ότου δοθεί τελικά η μεταβατική λύση. Τότε όμως υπήρχε τουλάχιστον διοικητής! Ο Κώστας Καραμπάτσας και οι υπηρεσιακοί παράγοντες των νοσοκομείων, που είχαν άριστες σχέσεις με τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. , κράτησαν ένα «αρχείο ενεργειών και θεμάτων», ενώ βρίσκονταν σε καθημερινή συνεργασία και συνεννόηση με τα μέλη αυτά. Με αυτό τον τρόπο, το «πράσινο φως» για την επανέναρξη λειτουργίας του συλλογικού οργάνου τους βρήκε όλους έτοιμους, ώστε με μαραθώνιες καθημερινές συνεδριάσεις, με εκατοντάδες θεμάτων στην ημερήσια διάταξη και με ομόφωνες αποφάσεις, τα νοσηλευτικά ιδρύματα επανήλθαν στην ομαλότητα.
Η έλλειψη διοικητή και αναπληρωτών διοικητών, καθώς επίσης και διορισμένων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, φέρνει από τις 6 Φεβρουαρίου τα νοσοκομεία σε σαφώς δυσχερέστερη θέση από αυτήν του περασμένου φθινοπώρου. Προφανώς υπάρχουν θέματα που με απλή υπογραφή διευθυντών μπορούν να προχωρήσουν. Υπάρχουν και θέματα που μπορούν να περιμένουν. Για βασικές όμως προμήθειες ή για επικύρωση διαγωνιστικών διαδικασιών για τις οποίες απαιτείται απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου ποιος θα πάρει την ευθύνη να αγνοήσει ή να υπερβεί τη νομιμότητα;
Ποια θα είναι η θέση των νέων διοικητών – όταν επιτέλους διοριστούν - μπροστά στην ανάγκη επικύρωσης αποφάσεων που ευνόητα δεν γνώριζαν; Και τι θα συμβεί αν εταιρίες προσφύγουν στη δικαιοσύνη απαιτώντας σχολαστικές διαδικασίες - “by the book” - βραχυκυκλώνοντας έτσι επείγουσες προμήθειες απολύτως απαραίτητες για την υγεία και τη ζωή των ασθενών;
Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη να οριστούν ταχύτατα διοικητές και νέα διοικητικά συμβούλια στα νοσοκομεία της χώρας. Ειδικά στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο που εξυπηρετεί όχι μόνο τη Λάρισα και τη Θεσσαλία, αλλά καλύπτει και ανάγκες όλης της Κεντρικής Ελλάδας, κάθε ολιγωρία μπορεί να είναι καταδικαστική για τη δημόσια υγεία.
Η διοίκηση της 5ης ΥΠΕ, αλλά και οι τοπικοί βουλευτές – του ΣΥΡΙΖΑ καταρχήν – έχουν την υποχρέωση να ασκήσουν την απαραίτητη πίεση προς την Αθήνα για την οριστική επίλυση του ακανθώδους ζητήματος, ή έστω για προσωρινή λύση αλλά με μανδύα νομιμότητας.
Είναι αδιανόητο υπεύθυνοι και ευσυνείδητοι δημόσιοι λειτουργοί της υγείας να βρίσκονται καθημερινά σε ανησυχία και εργασιακή ανασφάλεια περιμένοντας την πολιτική ηγεσία του υπουργείου να δώσει λύσεις.