Η «Μεγάλη Άμμος» έφθασε σε κυκλοφορία τη δέκατη χιλιάδα, αριθμός αναμενόμενος από όλους, καθώς αφορά βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Ο γνωστός συγγραφέας εδώ και 30 χρόνια χαρίζει στους αναγνώστες του ιστορίες που απεικονίζουν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα στη σχέση της με τον κόσμο που αλλάζει και η επιτυχία του αποδεικνύει ότι πιάνει τον παλμό των Ελλήνων.
Σήμερα οι Λαρισαίοι θα έχουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν από κοντά και να έρθουν σε επαφή με τον κόσμο των βιβλίων του στο χώρο του «Stage» στις 8 το απόγευμα.
Ο κ. Ραπτόπουλος μίλησε στην «Ε» για την ιστορία της «Μεγάλης Άμμου» και τη συγγραφική του διαδρομή.
Συνέντευξη στη Σοφία Τζιότζιου
*Γιατί διαλέξατε ένα νησί για την εξέλιξη της ιστορίας σας;
-Έχω κάνει διακοπές σε παραθαλάσσια μέρη, αλλά δεν νομίζω ότι η αιτία ήταν αυτή. Υπήρχε μια πρώτη ύλη από μια επίσκεψη με ένα φίλο μου, όταν ήμασταν μαθητές ακόμα, σε ένα νησί όπου είχε συμβεί ένα παρόμοιο περιστατικό. Υπήρχε λοιπόν ένα υλικό που ξεκινούσε από κάτι πραγματικό.
Εξάλλου, στο παρελθόν έχω γράψει και για ένα άλλο επινοημένο μέρος, τη λίμνη Αχαΐας. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τέτοιο μέρος. Είχα επινοήσει αυτό το χωριό και είχα κάνει μέχρι και χάρτη του με λεπτομέρειες τοποθετώντας το ανάμεσα σε πραγματικά χωριά.
*Τα πιο πολλά βιβλία σας τα «δουλεύετε» πολλά χρόνια πριν τα ολοκληρώσετε.
-Όντως, όλα σχεδόν μου τα βιβλία τα δουλεύω πολλά χρόνια και έχω πολλά ημιτελή. Αυτό το βιβλίο με βασάνισε πολύ στο μοντάζ του. Πέρασε από πολλές διαφορετικές γραφές όλα αυτά τα χρόνια που κάθε μια πρόσθετε άλλες στρώσεις υλικού. Ανεξάρτητα από το έναυσμα, εμένα ολοκληρώθηκε στο κεφάλι μου από τη στιγμή που αποφάσισα ότι ήθελα να αντιπαραθέσω «πρωτευουσιάνους» ήρωες με την αναχρονιστική επαρχία, η οποία τελικά επιδρά πάνω σε αυτούς και τους κάνει παραδοσιακούς.
*Δεν δυσκολεύεστε να αφήνετε ημιτελή τα βιβλία σας και να τα συνεχίζετε μετά από καιρό;
-Πάρα πολύ αλλά δεν βγαίνουν αλλιώς. Πάντα έλεγα στους μαθητές μου να κάνουν ένα σκελετό πριν αρχίσουν, αλλά να ξέρουν ότι θα το αναδιατάσσουν συνεχώς. Το θέμα είναι ότι αρχίζεις με κάτι δεδομένο, αλλά προχωρώντας ανακαλύπτεις άλλα πράγματα, ενώ κάποια άλλα που έχεις θεωρήσει σημαντικά, στη διαδρομή χάνουν τη βαρύτητα τους. Και μετά φθάνεις σε ένα σημείο που σταματάς εκεί. Εγώ όταν αρχίζω να γράφω ένα βιβλίο έχω στο μυαλό μου το τέλος, αλλά συνήθως δεν βγαίνει αυτό. Γράφοντας εξερευνάς πράγματα, βρίσκεις κάποιο πρόβλημα και εκεί σταματάς και θέλεις να το κατασταλάξεις μέσα σου. Καμιά φορά είναι και θέμα ηθικής απόφασης πώς θα το συνεχίσεις.
*Στο βιβλίο σας ο ήρωας στο τέλος επιλέγει να κάνει οικογένεια. Αυτό δείχνει ότι στη σύγχρονη κοινωνία μας πιστεύουμε ακόμα σε «παλιομοδίτικες», όπως πιστεύουν πολλοί, αξίες;
-Φυσικά. Πιστεύω ότι η οικογένεια εξακολουθεί να έχει πολύ μεγάλη δύναμη στην Ελλάδα παρόλα όσα λέμε και προβάλλονται από τα μίντια. Στην πραγματικότητα δεν έχει μεταβληθεί ιδιαίτερα η κατάσταση. Φυσικά λιγοστεύουν οι γάμοι και αυξάνονται τα διαζύγια, αλλά σε σχέση με τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο, η οικογένεια αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην Ελλάδα, διότι δεν υπάρχουν άλλοι θεσμοί. Ο Έλληνας βασίζεται στην οικογένεια και το σόι του, γιατί οι άλλοι θεσμοί είναι εισαγωγής και υπολειτουργούν, οπότε δεν τους έχει εμπιστοσύνη. Παρόλο που θεωρείται όμως αναχρονιστικός θεσμός, μπορεί στις δεδομένες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και του ανταγωνισμού, να έχει κάτι πολύ θετικό.
Από εκεί και πέρα, το περίεργο είναι ότι το βιβλίο αντιμετωπίστηκε από πολλούς σαν οδηγός αυτοβελτίωσης και θεωρήθηκε ότι εγώ στο τέλος πρότεινα να κάνουμε όλοι οικογένεια. Όμως, μόνο αυτό δεν έκανα. Από την αρχή του βιβλίου ο ήρωας μιλάει εναντίον της οικογένειας και οι αναγνώστες παρακολουθούν την πορεία του από το ένα άκρο στο άλλο. Δεν είναι σωστό να βλέπει κάποιος μόνο το τέλος σαν να είναι η δική μου θέση, γιατί δεν είναι αυτή η αλήθεια. Εκφράζονται και οι άλλες πλευρές. Στην τελική ανάλυση ο καθένας κάνει αυτό που καταλαβαίνει.
Στην πραγματικότητα δομικά είναι ένα αναποδογυρισμένο βιβλίο. Αντί να ξεκινά θετικά και να εξιλεώνεται, ξεκινά ανάποδα
*Γράφετε μυθιστορήματα εδώ και 30 χρόνια. Πιστεύετε ότι τα πρώτα σας βιβλία εξακολουθούν να είναι το ίδιο επίκαιρα;
-Πριν κανά δυο μήνες επανεκδόθηκε το βιβλίο μου τα «Τζιτζίκια» μετά από 23 χρόνια. Την πρώτη φορά δεν κυκλοφορούσε μεμονωμένο, αλλά σαν τμήμα μιας τριλογίας. Ομολογώ ότι προβληματίστηκα πολύ εάν έπρεπε να το ξαναβγάλω. Ρώτησα τους αναγνώστες πώς τους φάνηκε η νέα έκδοση και υπήρχαν κάποιες αντιδράσεις ότι θυμίζει τη δεκαετία του 80. Αυτό είναι αναπόφευκτο. Το θέμα, όμως, είναι όταν το διαβάζει κάποιος, να συνεχίζει να επικοινωνεί και τώρα με το κείμενο. Ένα βιβλίο δεν μπορεί να υπερβεί κάποιους περιορισμούς, αλλά το να επικοινωνεί και τώρα με κάποιους, αυτό σημαίνει κάτι.
*Είστε από τους συγγραφείς που καταφέρνετε να ζήσετε από το επάγγελμα σας;
-Αν έζησα μέχρι τώρα, είναι γιατί κατά περιόδους έκανα και άλλες δουλειές, ευτυχώς σχετικές με το γράψιμο και τη δημιουργικότητα.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία, στη συγγραφή πιο πολύ παλεύεις για να βρεις μια άκρη και να προχωρήσεις. Εγώ επιβίωσα ζώντας ως φοιτητής, κάτι που άλλος δεν θα ήταν διατεθειμένος να το κάνει με τίποτε. Άρα είναι τελείως απατηλό να λέμε ότι είμαι επαγγελματίας. Επαγγελματίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι συγγραφείς με μεγάλες πωλήσεις βιβλίων, όπως ο Θέμελης και άλλοι. Και αυτοί, όμως, ποτέ δεν λένε ότι είναι επαγγελματίες.
*Απογοητευτήκατε ποτέ;
-Κάθε τόσο. Σε όλη μου τη διαδρομή πέφτω κάθε τόσο και σηκώνομαι. Και η απογοήτευση είναι σε πολλαπλά επίπεδα. Από το να χάσεις την πίστη σου στη δημιουργική πλευρά, να απογοητευτείς με την αποδοχή του, με τις αντιδράσεις, με πάρα πολλά. Και μόνο ότι εγώ δημοσιεύω 30 χρόνια και στην αρχή ο Ελύτης και ο Ρίτσος ήταν ιερά τέρατα και παίνευαν τα βιβλία μου και τώρα έχουμε φτάσει στα πτυχία κυκλοφορίας και συζητάμε για βλακώδη βιβλία, και μόνο αυτό είναι απογοητευτικό. Ευτυχώς όμως δεν γράφεις γι΄αυτό το λόγο.
Πέρα απ΄αυτό, όταν πρωτοδημοσίευα εγώ τα βιβλία ήταν 1.500 και τώρα 10.000 το χρόνο. Παρά την τερατώδη αύξηση, το κοινό, όμως, πάνω - κάτω είναι το ίδιο.
*Έχουν μεταφερθεί βιβλία σας στο σινεμά και την τηλεόραση. Πως είναι να βλέπετε τα δημιουργήματά σας επί της οθόνης;
-Ο «Εργένης» στο σινεμά ήταν μια ευτυχής συγκυρία για μένα. Όπως και τα «Διόδια» που μεταφέρθηκε σε σίριαλ στην τηλεόραση το 1988. Τότε δεν υπήρχαν ιδιωτικά κανάλια και έγινε ένα σίριαλ τεσσάρων επεισοδίων πιστό στο βιβλίο με πολλά εξωτερικά γυρίσματα και νέους ηθοποιούς. Ήταν τελείως διαφορετικό από την τηλεόραση σήμερα.
Ειδικά ο «Εργένης» είχε μεγάλη επιτυχία. Ενώ το βιβλίο είχε αντιμετωπίσει για διάφορους λόγους αρνητική κριτική, πήρα λίγο την εκδίκησή μου με την ταινία η οποία έκανε 150.000 εισιτήρια και κάθε τόσο το δείχνει η τηλεόραση.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχει η χαρά που μεταφέρεται σε ένα πολύ πιο δημοφιλές μέσο και θα το δουν πολύ περισσότεροι, αλλά και γιατί έβλεπα τους ηθοποιούς, όπως η Καραμπέτη, ο Τζώρτζογλου, ο Σακελλαρίου να εκφωνούν ατάκες δικές μου.
Δεν χρειάζεται όμως να το πάρεις πολύ προσωπικά γιατί η επιτυχία δεν γίνεται μόνο από το βιβλίο.
*Είστε από τους συγγραφείς που κυκλοφορούν πολύ συχνά βιβλία.
-Ναι, γιατί υπάρχουν βιβλία που τα έχω ολοκληρώσει εδώ και χρόνια. Έχω φάσεις που μπαίνω σε ένα δημιουργικό οίστρο και ολοκληρώνω το ένα πίσω από το άλλο. Υπάρχει και μια προκατάληψη ότι επειδή βγάζω συχνά βιβλία, ότι τα κάνω στο πόδι. Δεν κρίνουν εκ του αποτελέσματος, όπως θα έπρεπε. Έχω αρχίσει όμως να συμφιλιώνομαι με αυτό. Εξάλλου, υπάρχουν μεγάλα διαστήματα που δεν γράφω.
*Πότε κυκλοφορεί το νέο σας βιβλίο;
-Το Πάσχα. Και το μόνο που θα πω είναι ότι είναι πολύ ακραίο. Στον αντίποδα των δύο προηγούμενων βιβλίων της «Μεγάλης άμμου» και των «Φίλων».
Γενικά τα βιβλία μου είναι δυο ειδών, καθώς ως γενιά είμαι ανάμεσα σε αυτή του Πολυτεχνείου και αυτή της ψηφιοποίησης. Τα έργα μου που εμπνέονται από τις ιδέες των προηγούμενων χρόνων είναι πιο συλλογικά και μιλάνε για μια παρέα ή μια Ελλάδα πιο παραδοσιακή, είναι πιο γλυκά. Τα άλλα είναι πιο σύγχρονα, πιο ατομικιστικά με ακραίους ήρωες και στοιχεία μαύρης κωμωδίας. Για τη μεν συλλογικότητα έχω καλή γνώμη, για τον δε ατομικισμό είναι σαν εφιάλτης.