Επιχειρώντας να αναδείξει την... αισθητική πλευρά των καθημερινών ήχων, ο νέος βραβευμένος Γάλλος σκηνοθέτης στο φεστιβάλ των Καννών το 2008, Νicolas Engels μετατρέπει, μέσα από πρωτότυπους πειραματισμούς, τους ήχους μιας πολυάσχολης μέρας στην πόλη μουσικά όργανα που παράγουν στην ουσία τη φύση του ήχου. Σε αυτή την ξεχωριστή θεματολογία βασίζεται και η βραβευμένη ταινία του μικρού μήκους «La copie de Coralie» που παρουσιάστηκε χθες στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στο πλαίσιο του 10ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου που διοργανώνεται από την Πρεσβεία της Γαλλίας στην Ελλάδα και το Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας και αποτελεί μια νέα ανέκδοτη πρόταση.
Ο Nicolas Engel, μεγάλωσε στο Χονγκ-Κονγκ και στο Λονδίνο, όπου αρχίζει να γεννιέται το ενδιαφέρον του για το μιούζικαλ. Το 2005 γυρίζει την πρώτη μικρού μήκους μουσική ταινία του, Les Voiliers du Luxembourg, και στη συνέχεια το φιλμ «Η κόπια της Coralie» εμβαθύνοντας τη δουλειά του στο είδος της ταινίας μυθοπλασίας όπου οι ήρωες τραγουδούν. Με αφορμή την επίσκεψή του στη Λάρισα, μίλησε στην «Ε» για τη δική του αισθητική στους εκατοντάδες καθημερινούς ήχους καθώς και αυτή την εποχή ετοιμάζει μια τρίτη μουσική ταινία.
Συνέντευξη στην Κανέλα Κοπάνου
* Ποιο το θέμα της ταινίας και πώς προέκυψε η ιδέα του πειραματισμού με ήχους του καθημερινού περιβάλλοντος;
«Ο κ. Conforme, υπεύθυνος του φωτοτυπικού κέντρου Copie Conforme, τριάντα χρόνια ζει με την ανάμνηση μιας γυναίκας που έχει εξαφανιστεί και περιμένει ότι κάποια μέρα θα εμφανιστεί. Η νεαρή βοηθός του αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και τοιχοκολλά μέσα στην πόλη την αγγελία της αναζήτησης. Η ιδέα του πειραματισμού του ήχου προέκυψε κατά τη διάρκεια της πρώτης μου ταινίας μικρού μήκους και ένα φωτοτυπικό κατάστημα στο οποίο φωτοτυπούσα το σενάριο της ταινίας προκειμένου να το αποστείλω σε εταιρία παραγωγής. Ενώ βρισκόμουνα συνεχώς εκεί ο ήχος του φωτοτυπικού μηχανήματος, οι ομιλίες των υπαλλήλων γύρω μου και οι υπόλοιποι καθημερινοί ήχοι μου γέννησαν την ιδέα ενός αλλιώτικου μιούζικαλ».
* Για τη μουσική επένδυση της ταινίας, συνθέσατε δηλαδή «φυσικούς» ήχους και ήχους μηχανημάτων;
«Ναι, κάπως έτσι έγινε. Η μουσική προέρχεται άμεσα από το περιβάλλον ενώ σιγά οι φωνές εισβάλλουν σαν τραγούδι. Με τον Philippe Poirier βρισκόμαστε συνεχώς ανάμεσα στην εικόνα και τον ήχο κατά την επεξεργασία και αναπτύξαμε τελικά τον ήχο σε μουσική σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Το αποτέλεσμα ολοκλήρωσε, σε κάποια σημεία, ο ηλεκτρονικός ήχος, ο ήχος της κιθάρας και του σαξοφώνου. Όλα γύρω μας είναι μουσική».
* Γιατί επιλέγετε να δημιουργείτε ταινίες μικρού μήκους και μιούζικαλ;
«Θεωρώ ότι είναι περισσότερο μυστηριώδεις και ο θεατής προσπαθεί να ανακαλύψει και να εξηγήσει μόνος του περισσότερα για την υπόθεση της ταινίας θέτοντας προβληματισμούς. Η νέα ταινία μου αφορά στη ζωή ενός ιδιοκτήτη βιβλιοπωλείου και την ενασχόλησή του με το αγαπημένο του πιάνο. Οπότε το βασικό της θέμα είναι πάλι η μουσική. Μου αρέσουν πολύ τα μιούζικαλ και η αλήθεια είναι ότι στη Γαλλία τα τελευταία σχεδόν πέντε χρόνια αρχίζει ο θεατής να έρχεται πιο κοντά σε αυτό το είδος και οι Γάλλοι να παρακολουθούν πολλά γνωστά μιούζικαλ με μεγάλη προθυμία».