Του Νίκου Αρτινού (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη)
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δεν ξεκίνησε ως φεστιβάλ! Το 1960 στο πλαίσιο του εορτασμού των 25 χρόνων της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης αποφασίστηκε να θεσπιστεί Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, όπου θα παρουσιάζονταν όλες οι ελληνικές παραγωγές της τρέχουσας χρονιάς. Δηλαδή, η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου αρχικά είχε εκθεσιακό χαρακτήρα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι όλη η ιστορία ξεκίνησε σαν πρωτοβουλία του υπουργείου Βιομηχανίας-και όχι του υπουργείου Πολιτισμού- ύστερα από πρόταση των κινηματογραφικών κριτικών εκείνης της εποχής. Θεωρήθηκε, δηλαδή, ότι ο κινηματογράφος είναι βιομηχανία( κάτι που είναι σωστό, αλλά όπως είναι γνωστό η Ελλάδα δεν τα πάει καλά με τη βιομηχανία γενικά, πόσο μάλλον, με την κινηματογραφική βιομηχανία!)
Τα χρόνια που ακολουθούν, η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου αποκτά ιδιαίτερη φυσιογνωμία και νομοθετική υπόσταση. Τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της συμπίπτουν με την εμπορική ακμή του ελληνικού κινηματογράφου που όμως- απ’ ότι φάνηκε- σνόμπαρε την εκδήλωση αυτή. Οι εμπορικές ταινίες αρχικά αγνόησαν επιδεικτικά την Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου.
Από την αρχή υπήρχαν γκρίνιες σχετικά με τις βραβεύσεις των ταινιών, ώσπου το 1966 η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου μετονομάστηκε σε Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου καταλήγοντας σε εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας και απονομής των βραβείων. Εκείνη τη χρονιά τίμησαν το νεοβάπτιστο φεστιβάλ με τη συμμετοχή τους σημαντικές ταινίες («Πρόσωπο με Πρόσωπο» του Ροβήρου Μανθούλη, «Εκδρομή» του Τάκη Κανελόπουλου, «Μέχρι το πλοίο» του Αλέξη Δαμιανού).
Η επταετία που ακολούθησε ήταν η επταετία της χούντας. Όλα μπήκαν στο γύψο. Ακόμα και το σινεμά. Παρά τα «γύψινα χρόνια» η προβολή της ταινίας «Η αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου στο φεστιβάλ του 1970 ενθουσίασε κοινό και κριτικούς και οδήγησε στην πολυεπίπεδη βράβευσή της. Το 1971 προβλήθηκε η εκπληκτική «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, η οποία όμως αγνοήθηκε από πλευράς βραβεύσεων.
Εν τω μεταξύ, το λεγόμενο εμπορικό σινεμά οδηγούνταν στην πλήρη απόσυρσή του ενώ το Φεστιβάλ Κινηματογράφου έδινε βήμα σε νέους πολιτικοποιημένους δημιουργούς που αδιαφορούσαν για την εισπρακτική πορεία των ταινιών τους. Παρόλα αυτά, οι σταρ της εποχής, εγχώριοι και ξένοι (Άντονι Κουίν, Έλενα Ναθαναήλ κ.ά.), προσφέρουν με την παρουσία τους-κάτι που γίνεται έως σήμερα-λάμψη διασημοτήτων στη διοργάνωση, αποδεικνύοντας πως, από τότε, όλοι όσοι ανέλαβαν τη διεύθυνση του φεστιβάλ, θα ήθελαν να δημιουργήσουν ένα κινηματογραφικό γεγονός που να έχει την κουλτούρα αλλά και τη λάμψη του φεστιβάλ των Κανών.
Η εποχή ήταν έντονα πολιτικοποιημένη και το φεστιβάλ λειτούργησε- θέλοντας και μη- ως γεννήτορας αντίστασης και αμφισβήτησης. Τότε είναι που ο Εξώστης Β΄(θεατές και σκηνοθέτες) δημιουργεί μια εκρηκτική κατάσταση γιουχαΐζοντας και χλευάζοντας όποιες ταινίες θεωρούσαν ότι εξυπηρετούν καθεστώτα και συμφέροντα. Το 1974 ήταν το πιο συναρπαστικό από αυτή την άποψη φεστιβάλ. Οι διαμαρτυρόμενοι ζητούσαν αλλαγή στους κανονισμούς και στον τρόπο βράβευσης των ταινιών. Το 1981 με την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ αναπτερώθηκαν οι ελπίδες για την ψήφιση νέου κινηματογραφικού νόμου, ενώ η Μελίνα Μερκούρη ως υπουργός Πολιτισμού δήλωνε ότι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου θα είναι ο κατεξοχήν οικονομικός χορηγός του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Όμως, μέχρι το 1984 το νομοσχέδιο δεν ψηφίστηκε και οι επιχορηγήσεις έμειναν στα χαρτιά. Πολλές ελληνικές ταινίες δεν συμμετείχαν στο φεστιβάλ προτιμώντας οι δημιουργοί τους να βγουν κατευθείαν στις αίθουσες («Ξαφνικός έρωτας» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, «Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί»). Το φεστιβάλ του 1984 παραλίγο να μην γίνει, αφού οι Έλληνες δημιουργοί αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τη διοργάνωση και να απέχουν. Οι διαβεβαιώσεις της πολιτικής εξουσίας ότι θα ψηφιστεί νέος κινηματογραφικός νόμος απέτρεψαν το φιάσκο.
Το 1986 ψηφίστηκε τελικά το πολυπόθητο κινηματογραφικό νομοθετικό πλαίσιο, όμως η αδιαφάνεια στη χρηματοδότηση των παραγωγών και ο τρόπος βράβευσης εξακολουθεί να πληγώνει το φεστιβάλ. Το 1988 μένει στην ιστορία λόγω της φασαριόζικης δράσης του Εξώστη Β΄, ο οποίος τρομοκρατεί τους πάντες και κυρίως την ταινία «Δοξόμπους» του Φώτου Λαμπρινού.
Μέχρι το 1991 οι εντάσεις εξακολουθούν να κλονίζουν το φεστιβάλ. Εκείνη τη χρονιά ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με το φιλμ του, «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» πήγε στο φεστιβάλ εισπράττοντας το βραβείο του… αφορισμού από τον μητροπολίτη Φλώρινας Αυγουστίνο Καντιώτη. Το 1992 το φεστιβάλ γίνεται πλέον διεθνές εισάγοντας νέες ενότητες και αφιερώματα που ενδυναμώνουν τον διεθνικό του χαρακτήρα. Αλλάζει και ο μήνας διεξαγωγής του και από Οκτώβριο μεταφέρεται το Νοέμβριο. Η περίοδος από τότε μέχρι σήμερα αναδεικνύει καινούρια ονόματα στο ελληνικό σινεμά, που όμως αποτελούν εξαιρέσεις στη γενικότερη μιζέρια και φτώχεια της νεοελληνικής πραγματικότητας. Οι ταινίες οι οποίες δημιούργησαν αίσθηση είναι: «Τέλος Εποχής» του Αντώνη Κόκκινου, «No Budget Story» του Ρένου Χαραλαμπίδη, «Από την άκρη της πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, «Peppermint» του Κώστα Καπάκα, «η Εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων» του Δήμου Αβδελιώδη, «Το Καναρινί Ποδήλατο» του Δημήτρη Σταύρακα, «Πολίτικη Κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη, «Έντουαρτ» της Αγγελικής Αντωνίου, «El Greco» του Γιάννη Σμαραγδή και «Without» του Αλέξανδρου Αβρανά.
Φέτος γιορτάζοντας τα 50 χρόνια ζωής του, το φεστιβάλ προσπαθεί να ανταπεξέλθει στην απόφαση των Ελλήνων κινηματογραφιστών (οι γνωστοί «Ομιχλιστές») να απέχουν από τη διοργάνωση ζητώντας-τι άλλο;-διαφάνεια στις χρηματοδοτήσεις και τήρηση των νόμων περί κινηματογράφου. Φαίνεται ότι είναι διαχρονικά τα αιτήματα της κινηματογραφικής κοινότητας, αφού χρονολογούνται σχεδόν από τη γέννηση του φεστιβάλ και φανερώνουν την παθογένεια όχι μόνο του συγκεκριμένου χώρου αλλά και της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα...
Why cinema now?
Το επετειακό 50ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που άρχισε την περασμένη Παρασκευή, θέτει το ερώτημα, επιτακτικά και επίμονα, «Why cinema now?», επιδιώκοντας να μπει στην κινηματογραφική ουσία και όχι στη λαμπερή επιφάνεια. Οι απαντήσεις που επιχειρεί να δώσει χαρακτηρίζονται από πλουραλισμό εκδηλώσεων, κινηματογραφικών αφιερωμάτων και τιμώμενων προσώπων. Φέτος δυστυχώς θα υπάρχει μόνο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα μιας και οι Έλληνες δημιουργοί αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους στο φεστιβάλ και στη διεκδίκηση ενός από τα κρατικά βραβεία ποιότητας.
Πέρα από το ομιχλώδες τοπίο του ελληνικού σινεμά, που δυσκολεύει τις θεωρητικές προσεγγίσεις στο ερώτημα «Why cinema now?» , το φεστιβάλ θα παρουσιάσει φέτος εξαιρετικά αφιερώματα σε σκηνοθέτες όπως οι Βέρνερ Χέρτζογκ («Φιτζκαράλντο», «Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού») και Γκόραν Πασκάλιεβιτς. Ο Χέρτζογκ έρχεται στη Θεσσαλονίκη , μετά την τελευταία του ταινία «Διαφθορά στη Νέα Ορλεάνη» με τους Νίκολας Κέιτζ και Εύα Μέντες προσκεκλημένος του φεστιβάλ όπου και θα τιμηθεί με τον Χρυσό Αλέξανδρο για το σύνολο της καριέρας του. Με το ίδιο βραβείο θα τιμηθεί και ο Σέρβος Γκόραν Πασκάλιεβιτς, ο οποίος θεωρείται μια από τις πιο σπουδαίες μορφές του βαλκανικού σινεμά. Θα προβληθεί το σύνολο του έργου του ενώ θα γίνει και η παρουσίαση της τελευταίας του ταινίας «Ταξίδια του μέλιτος» που είναι η πρώτη σερβο-αλβανική συμπαραγωγή στην ιστορία του κινηματογράφου.
Πέρα από τους Χέρτζογκ και Πασκάλιεβιτς, προσκεκλημένοι του φεστιβάλ είναι μεταξύ άλλων οι παραγωγοί Σιντ Γκάνις (μέχρι πρόσφατα πρόεδρος της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών που απονέμει τα βραβεία Όσκαρ) και Τζέρεμι Τόμας, η ηθοποιός Τζέιν Μπίρκιν, ο πρόεδρος της 20th Century Fox Τζιμ Γιαννόπουλος και ο συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής Αλεξάντερ Ντεπλά. Θα τιμηθούν, επίσης, οι σκηνοθέτες Νίκος Κούνδουρος και Ντίνος Κατσουρίδης οι οποίοι συμμετείχαν στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου το 1960.