Την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου στις 8 μ.μ. εγκαινιάζεται στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας - Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα, η μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα του Τάκη Τλούπα με τίτλο «Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα», που θα διαρκέσει μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 2010.
Όπως αναφέρουν οι Χριστίνα και Βάνια Τλούπα: «Ο Τάκης Τλούπας ήταν ένας λιγομίλητος, «κλειστός» άνθρωπος, που σπάνια εκδηλωνόταν. Όμως ένα βλέμμα, μια κίνηση, ένα νεύμα του, ήταν το παν. Αντιπαθούσε τις βαθυστόχαστες αναλύσεις, ήταν απλός αλλά όχι απλοϊκός, ολιγαρκής αλλά και γενναιόδωρος σε αγάπη και ευαισθησία. Προοδευτικός και πρωτοπόρος έβλεπε τον ορίζοντα μπροστά από την εποχή του. Η καταγωγή του ήταν από τη Σελίτσανη του Κισσάβου. Ο παππούς του ήταν χαλκουργός και ο πατέρας του ξυλουργός. Στην αρχή ασχολήθηκε με το σκάλισμα των επίπλων, αφού η ξυλογλυπτική του εξασφάλιζε ένα άνετο μεροκάματο. Μέχρι που έφτασε στα χέρια του ένα περιοδικό της εποχής « Ο Θεατής», ο οποίος στη θεματολογία του περιελάμβανε σχετικές οδηγίες για τις τεχνικές λήψης της φωτογραφίας και βοηθούσε τους ερασιτέχνες.
Ουσιαστικά όμως όλα ξεκίνησαν σε μια εκδρομή του Ορειβατικού Συλλόγου στον Παλαιό Παντελεήμονα. Ο πρόεδρος του συλλόγου, ερασιτέχνης φωτογράφος του δείχνει τη φωτογραφική του μηχανή και κείνος ζητά περισσότερες πληροφορίες για τη λειτουργία της. Επιστρέφοντας στη Λάρισα αποφασίζει να ξεναγηθεί μόνος του στο μαγικό κόσμο της φωτογραφίας αγοράζοντας την πρώτη του μηχανή μια «Μποξ Τενκορ».
Μετά τον πόλεμο άρχισε να ασχολείται πλέον ουσιαστικά με τη φωτογραφία. Σε κάποια γωνία του ξυλουργείου δημιουργεί το δικό του χώρο, αγοράζει καινούργιες μηχανές, φωτογραφίζει τα συνηθισμένα θέματα της εποχής για βιοπορισμό αλλά δεν εγκαταλείπει τις αποδράσεις στην ύπαιθρο. Ωστόσο ένα ταξίδι που κάνει στο Παρίσι το 1952, είναι η αφορμή για να αναθεωρήσει κάποιες απόψεις του για το καθημερινό του μεροκάματο, κι έτσι γυρνώντας αποφασίζει να ελαττώσει όλες αυτές τις δουλειές που τον «σκότωναν» και να κάνει αυτό που πάντα ήθελε: Να περιπλανιέται στην ύπαιθρο. Αγοράζει μια βέσπα και αρχίζει το ταξίδι του πρώτα από τη Θεσσαλία. Σ’ αυτό, τον βοήθησε ιδιαίτερα και η ανάθεση κάποιων φωτογραφήσεων για λογαριασμό του Ερυθρού Σταυρού, της Μηχανικής Καλλιέργειας και του Δασαρχείου. Το 1960, αντικαθιστά τη βέσπα με το θρυλικό του 2CV και περιπλανιέται σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Η περιπλάνηση στάθηκε ιδιαίτερα δημιουργική. Με την ιδιαίτερη αγάπη του για το ασπρόμαυρο φιλμ αποτυπώνει πάνω από 30.000 θέματα με ό,τι τον ευχαριστεί και τον συγκινεί. Το Θεσσαλικό κάμπο με τους ξωμάχους του να οργώνουν τα χωράφια τους και να θερίζουν τα σπαρτά τους. Τις νομαδικές φυλές των κτηνοτρόφων να μετακινούνται με τα κοπάδια τους. Το Πήλιο χιονισμένο αλλά και ανθισμένο, τις ομορφιές του Πηνειού, τα μαγευτικά Τέμπη, τα Μετέωρα και το Άγιο Όρος, την Πίνδο, τη Σκόπελο, την Κρήτη. Τον Όλυμπο και τον Κίσσαβο, τα δυο πανέμορφα βουνά μας που το καθένα προσπαθούσε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του προκαλώντας τον να το επισκεφθεί. Μαγεύονταν από τις ομορφιές τους κάθε εποχή στο πέρασμα του χρόνου. Τη λίμνη Κάρλα με τους ψαράδες και τις ψαροκαλύβες τους. Μα κι όταν την αποξήραναν ήταν εκεί και αποτύπωσε εκείνες τις μοναδικές εικόνες με την ξεραμένη γη. Όμως η Λάρισα, η πόλη στην οποία γεννήθηκε, έζησε και τόσο αγάπησε ήταν το θέμα που φωτογράφησε περισσότερο στο πέρασμα του χρόνου.
Γράφηκαν πολλά και άλλα πολλά θα γραφούν για την τεχνική της τέχνης του και το έμφυτο ταλέντο του, που τον ανέδειξαν σε φωτογράφο γνωστό σε όλο τον κόσμο. Όμως η αύρα του, η ανθρωπιά του, το εύρος της ευαισθησίας του και η αισιοδοξία του δεν μπορούν να περιγραφούν.
Σίγουρα, πνεύμα ελεύθερο, ανήσυχο, ζωηρό. Φωτογράφος, ξυλογλύπτης ιστορικός ή ότι άλλο. Για μας θα είναι πάντοτε ο πατέρας μας».