Υιοθετώντας ένα διαφορετικό «gestus», η γνωστή ηθοποιός Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, υποδύεται στην «Όπερα της Πεντάρας» την «Τζένη των Πειρατών» και εκπλήσσει τους θεατές με το ύφος και τη στάση της, με το προκλητικό της ντύσιμο, το περπάτημά της που αποτελεί ένα ξεχωριστό show στο γνωστό έργο του Μπερτολτ Μπρεχτ επενδυμένο με μουσική του Κουρτ Βάιλ. Με αφορμή την παράσταση που ανεβαίνει αύριο στις 9.15 μ.μ. από την «5η Εποχή Πολιτισμός και Επικοινωνία», σε συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας και το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κέρκυρας στο Κηποθέατρο, η γνωστή ηθοποιός μιλά στην «Ε» για την επικαιρότητα του έργου και την ταυτότητα του ρόλου της σημειώνοντας ότι πρόκειται για μια διαφορετική πολιτική επιθεώρηση.
Συνέντευξη στην Κανέλα Κοπάνου
* Κυρία Καραμπέτη, ποιος ο άξονας στον οποίο κινείται η «Όπερα της Πεντάρας;»
«Το έργο βασίζεται στο γεγονός ότι το χρήμα έχει ανακηρυχθεί στην υπέρτατη αξία. Καμία άλλη αξία δεν υπάρχει στο έργο. Ο κόσμος στην Όπερα της Πεντάρας είναι κυνικός, σκληρός και όλες οι σχέσεις του έργου είναι ενός ευρύτερου οικονομικού χαρακτήρα, πέρα από συναισθήματα δηλαδή. Βλέπουμε ότι ο αρχιγκάστερ Μακήθ και ο αρχηγός της αστυνομίας είναι κολλητοί φίλοι και συνέταιροι στις επιχειρηματικές τους δράσεις και μοιράζονται τα κέρδη. Ο Μακήθ όμως, κατορθώνει και διαφεύγει της σύλληψης, λόγω αυτής τους της σχέσης και όταν βέβαια τελικά αναγκάζονται λόγω πιέσεων εκ των άνω να τον κλείσουν στη φυλακή, παρακολουθούμε κανονικά τη διαπραγμάτευσή του με τους δεσμοφύλακες και έπειτα τη δραπέτευσή του που υπενθυμίζει πολλές γνωστές ιστορίες. Επίσης ο Μακήθ ενώ στο τέλος καταδικάζεται σε εκτέλεση, εκεί έχουμε το σαρκαστικό φινάλε του Μπρεχτ, ο οποίος βάζει ένα βασιλικό απεσταλμένο που όχι μόνο τον απαλλάσσει από τη θανατική καταδίκη αλλά επιπλέον του παραχωρεί προνόμια, τίτλους ευγενίας, χρηματικές αμοιβές εφ’ όρου ζωής στηλιτεύοντας με αυτόν τον τρόπο την ατιμωρησία όλων των ενόχων».
* Η ιστορία του εξελίσσεται σε ένα κόσμο κυνικό και σκληρό όπου κυριαρχούν τα σκάνδαλα σε κάθε επίπεδο. Ογδόντα χρόνια μετά τη δημιουργία του οι θεατές ακόμη «διασκεδάζουν» με τις καταστάσεις;
«Η ‘Όπερα της πεντάρας’ είναι ένα έργο το οποίο ενώ είναι γραμμένο το 1928, ογδόντα χρόνια μετά είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Δυστυχώς φαίνεται ότι δεν διδασκόμαστε από τα μαθήματα της ιστορίας. Η ιστορία κάνει κύκλους και κάποια φαινόμενα επαναλαμβάνονται σε χειρότερη ακόμη μορφή. Είμαστε στο καλοκαίρι του 2009 και βρισκόμαστε στη μέση όχι μόνο της οικονομικής κρίσης αλλά μιας κοινωνικοπολιτικής κρίσης σε μια Ελλάδα που μαστίζεται από τα σκάνδαλα, από τη διαφθορά σε όλα τα επίπεδα, από τη διαπλοκή, την εμπορευματοποίηση των πάντων και αυτό το έργο είναι σαν να έχει γραφεί για την Ελλάδα του σήμερα. Βέβαια, είναι μια μουσική κωμωδία, μια σάτιρα αναρχική εναντίον της αστικής ηθικής, της θρησκευτικής υποκρισίας, μια κοινωνίας που θέλει να λέγεται φιλάνθρωπη, θέλει να λέγεται χριστιανική αλλά δεν είναι και που μολύνει ακόμη και τα πιο αθώα μέλη της. Παράδειγμα αποτελεί η Πόλυ, η οποία ενώ στην αρχή είναι ένα νέο κορίτσι ρομαντικό που πιστεύει στον έρωτα και στο γάμο πολύ γρήγορα κάνει και αυτή τη διαδρομή της στον κυνισμό για να φτάσει στο τέλος να κοιτάζει μόνο το συμφέρον της».
* Σύμφωνα με τον Μπεχτ, ποιες είναι οι πραγματικές «συμμορίες» που προκαλούν τη δυστυχία στον κόσμο;
«Στο έργο καταδεικνύεται ότι οι πραγματικές συμμορίες, δεν είναι οι συμμορίες των μικροτεχνιτών όπως αποκαλεί ο ίδιος ο Μπρεχτ, των γκάνγκστερς δηλαδή. Οι μεγάλες ‘συμμορίες’ είναι, σύμφωνα με τον Μπρεχτ, οι χρηματιστές, οι μεγάλες τράπεζες που πραγματικά ληστεύουν τον κόπο του κόσμου αλλά επειδή η παράσταση έχει υιοθετήσει στοιχεία καμπαρέ, καθώς ο Μπρεχτ έγραφε για καμπαρέ και παρουσίαζε έργα σε άλλους είδους καμπαρέ από αυτά που αρχικά μας έρχονται στο μυαλό, τα καμπαρέ πολιτικού σχολείου και κοινωνικής κριτικής. Οι Γερμανοί έχουν μάλιστα δύο διαφορετικές γραφές για αυτόν τον όρο. Το καμπαρέ του λεγόμενου πολιτικού σχολείου γράφεται ‘kabarett’».
* Πώς αντιλαμβάνεται ο σημερινός θεατής μια σάτιρα τέτοιου είδους την οποία χαρακτηρίζει το μαύρο χιούμορ;
«Ακριβώς επειδή όμως πρόκειται για μια σάτιρα με μαύρο χιούμορ και τα θέματα που θίγονται είναι πολύ σοβαρά, ο κόσμος διασκεδάζει απίστευτα και η συμμετοχή των θεατών είναι εκπληκτική. Αντιλαμβάνονται κάθε αιχμή, κάθε πολιτικό σχόλιο, γελάνε με όσα λέγονται και όσα βλέπουν. Σαρκάζουν και οι ίδιοι με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Άλλωστε και ο πολίτης είναι θύμα όλου του συστήματος. Αναγκάζεται να υποκύψει και να δουλεύει σε τρεις δουλειές χωρίς να απολαμβάνει τίποτα προκειμένου να επιβιώσει».
Η υπόθεση του έργου
Ο κ. Ιερεμίας Πήτσαμ, που δηλώνει ο φτωχότερος άνθρωπος του Λονδίνου, έχει στήσει τη μεγαλύτερη εταιρία ζητιάνων στο Λονδίνο. Έτσι λοιπόν προσλαμβάνει καθημερινά ανέργους και τους εκπαιδεύει σε «εξειδικευμένους» ζητιάνους οι οποίοι εργάζονται πλέον για λογαριασμό της «Τζόναθαν Τζερεμάια Πήτσαμ Α.Ε.». Ο Μακήθ ο φονιάς - το γρήγορο μαχαίρι και διασημότερος ληστής του Λονδίνου αποφασίζει να «βάλει χέρι» στην επιχείρηση του Πήτσαμ. ΄Ετσι παντρεύεται κρυφά την Πόλυ, κόρη του Πήτσαμ. Όταν ο Πήτσαμ μαθαίνει το γεγονός, διαισθανόμενος τον επερχόμενο κίνδυνο της «εταιρίας» του, αποφασίζει να εκδικηθεί τον Μακήθ. Προσπαθεί να τον καταδώσει στην αστυνομία, πράγμα όμως δύσκολο, αφού ο αρχηγός της αστυνομίας Μπράουν ο Τίγρης, είναι στην πραγματικότητα «συνεταίρος» του ληστή Μακήθ που εν αγνοία του Μπράουν έχει ήδη παντρευτεί και την κόρη του Λούσυ ώσπου η Τζένη, μια διάσημη πόρνη και μεγάλος έρωτας του Μακήθ αποφασίζει να τον εκδικηθεί...
Εισιτήρια
Τιμές εισιτηρίων, γενική είσοδος 22 ευρώ, φοιτητικό - μαθητικό 17 ευρώ. Πληροφορίες στα τηλέφωνα 2410-537.074, στα γραφεία της ΔΕΤΠΟΛ, στον 1ο όροφο και στο τηλέφωνο 6978-188.754.