«Όπως και στο «Τίποτε δεν χάνεται», το προηγούμενο βιβλίο του Αργύρη Κάλμπαρη, έτσι και στο παρόν μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας τοποθετεί τους ήρωές του σ’ ένα επίπεδο οριζόντιο αλλά διαφορετικών ανθρώπων, όπου κάθετα και επαγωγικά αναλύουν τις απόψεις τους και φτάνουν αρμονικά και ειρηνικά στη σύνθεση των ιδεών τους με το αόρατο χέρι του δημιουργού τους να κινείται ανάμεσά τους, ανάλαφρα, χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης.
Όλη μαζί η ομάδα των ηρώων του, ο Σωτήρης, ο Βλάσης, ο Μανούσος, ο Πάνος, ο Στρατής και η Μαρκέλλα, σαν μια αδιόρατη σκηνή θεάτρου, δίνουν ολόπλευρη ψυχική βοήθεια ο ένας στον άλλον, όταν τη χρειάζονται, παίρνουν κουράγιο μεταξύ τους και δίνουν αυτοπεποίθηση στο μικρό κύκλο που δημιούργησαν μέσα στο γηροκομείο. Είναι η παρηγοριά τους. Ήρωες εύθραυστοι, λαβωμένοι από τη ζωή και προδομένοι. Όχι, όμως, απόκληροι της ζωής, ούτε σακάτηδες. Δεν έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους. Είναι μόνον άτυχοι, προδομένοι μετά από ήττες, ενώ είχαν πολεμήσει έξω στην κοινωνία δίκαια και έντιμα. Είναι ακέραιοι και δεκτικοί όχι αρνητές, έχουν κρατήσει μέσα τους την αρετή και μόνο η θλίψη είναι αυτή που αχνοφέγγει μέσα στην ψυχή τους.
Και τότε ο συγγραφέας, υπόγεια, υποσυνείδητα, παίρνει τη ρεβάνς του: Χαρίζει κομψότητα στη θλίψη και ευγένεια στην απαντοχή τους. Καταγγέλλει και αποκαλύπτει χωρίς οι ήρωές του να χάνουν την ψυχραιμία τους, το κουράγιο τους και το κέφι τους ακόμη και στις πιο σκοτεινές τους στιγμές. Έχουν συλλάβει βαθιά το νόημα της εποχής που ζούνε και έχουν μια θετική προοπτική για την εξέλιξη των γεγονότων.
Δεν κυριεύονται από ταλαντεύσεις και δισταγμούς. Προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση του γηροκομείου και ξέρουν πώς να ενεργήσουν και τι τους περιμένει.
Δεν είναι προσκολλημένοι στην παλιά-έξω ζωή, ούτε τα χάνουν μπροστά στη νέα κατάσταση του γηροκομείου. Πλουτίζουν την πείρα τους και την ωριμότητά τους και οπλίζονται με ευλυγισία. Βοηθάνε στη μελέτη και τη λύση όταν μπορούν, των προβλημάτων που τους απασχολούν.
Δεν είναι στενοκέφαλοι και γι’ αυτό δεν πίστεψαν ποτέ ότι ήταν αναντικατάστατοι εκεί, έξω, στην επαγγελματική και κοινωνική τους ζωή.
Το γηροκομείο φωτίζεται από την πνευματική παρουσία της συγκεκριμένης ομάδας των ηρώων του με τον ορθό λόγο και τη διαύγεια των διαλόγων της σ’ ένα χώρο ολοδικό τους μακριά από τους άλλους συγκάτοικους, φορτισμένοι από μόνοι τους, σαν μια μυστική λέσχη που λες και αντιπαραλληλίζεται και εναντιώνεται στην άλλη λέσχη των Αδηφάγων, των επτά αδελφών. Και η ματιά του συγγραφέα ψύχραιμη αλλά όχι ουδέτερη.
Το χέρι του συγγραφέα, εδώ, τους οδηγεί με σωστή προοπτική χωρίς τις παθογένειες του δογματισμού αναλύοντας αντικειμενικά το συσχετισμό των δυνάμεων μεταξύ τους και γλιτώνοντας έτσι από τον κίνδυνο της υποτίμησης είτε της υπερτίμησης του κάθε ήρωά του, όπως εμφανίζονται στο δεδομένο μυθιστόρημα, του Πάνου, του Στρατή και ίσως περισσότερο της Μαρκέλλας, όπως και των άλλων, φυσικά, προσώπων.
Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει φωτεινή σκέψη και σωστή προοπτική από μέρους του και μια ακούραστη προσπάθεια του συγγραφέα των Αδηφάγων να κατατοπίζεται και να συγχρονίζεται αδιάκοπα πάνω σε όλα τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά προβλήματα της εποχής μας, εσωτερικά και εξωτερικά. Γι’ αυτό και ο συγγραφέας στέκεται στο πλευρό τους με τρόπο που δεν το αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης.
Ο Αργύρης Κάλμπαρης, θα ρωτήσει κανείς, κάνει λογοτεχνία;
Ναι, κάνει λογοτεχνία, γιατί η γλώσσα του είναι φορτισμένη με νόημα και προοπτική. Η ποιότητα ενός ανθρώπου που ασχολείται με τη λογοτεχνία προοπτικής είναι απανταχού παρούσα».