Αυτές τις μέρες ξεκίνησε να προβάλλεται με επιτυχία στις αίθουσες η απολαυστική κωμωδία του Στράτου Μαρκίδη «I Love Karditsa». Σε ένα ξεχωριστό καστ, ο Λαρισαίος ηθοποιός Μιχάλης Ταμπούκας εμφανίζεται στο χαρακτηριστικό ρόλο ενός Καρδιτσιώτη, ο οποίος περνάει αρκετή ώρα…στο καφενείο, σχολιάζοντας τους πάντες και τα πάντα με δύο φίλους του, που υποδύονται ο Μπάμπης Αλατζάς και ο Θανάσης Ευθυμιάδης. Ο Μιχάλης Ταμπούκας μας μίλησε για τη συνεργασία του με τον Στράτο Μαρκίδη και την ταινία.
*Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στην ταινία;
-Είχα συνεργαστεί με τον Στράτο Μαρκίδη στις τηλεοπτικές σειρές «Η Εξαφάνιση» και «Χωρίς Όρια», που η προβολή του αναμένεται από τον ΑΝΤ1, όταν μου πρότεινε να συμμετάσχω στη σειρά «Έχω ένα Μυστικό» και στο «I Love Karditsa» που θα γύριζε στη συνέχεια.
* Πώς είναι η συνεργασία σας μαζί του;
-Εξαιρετική. Ο Στράτος Μαρκίδης είναι ένας άνθρωπος όχι μόνο ταλαντούχος και με σαφή γνώση και εμπειρία του αντικειμένου, αλλά και εμπνέει τους συνεργάτες του με σοβαρότητα και ευγένεια, δημιουργώντας έτσι τις καλύτερες προϋποθέσεις για τις απαιτήσεις του αποτελέσματος με τον πιο ουσιαστικό τρόπο.
* Πόσο σημαντικές είναι οι καλές συνθήκες σε μία συνεργασία;
-Πάρα πολύ. Ο ηθοποιός κάνει μία προετοιμασία, αλλά ό,τι γίνεται στο διά ταύτα, διαμορφώνεται στην πράξη. Και εκεί τον τελικό λόγο έχουν η αλήθεια και η επικοινωνία των συνεργατών. Αλλιώς δεν λειτουργεί. Όπως και στις ανθρώπινες σχέσεις.
* Η καταγωγή σας από Θεσσαλία έπαιξε κάποιο ρόλο στην επιλογή σας για την ταινία;
-Επί του προκειμένου ήταν μάλλον συμπτωματική, γιατί οι προηγούμενες συνεργασίες μας ήταν σε εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ρόλους από κάθε άποψη, οι οποίοι δεν είχαν και καμία σχέση ούτε με την ταινία ούτε και με το ρόλο που παίζω. Π.χ. στην ταινία «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» του Νίκου Παναγιωτόπουλου είχα παίξει έναν Θεσσαλό αγρότη σε μπλόκο έξω από τη Λάρισα και έναν τελείως διαφορετικό ρόλο στα «Οπωροφόρα της Αθήνας», τη νέα του ταινία που θα βγει το φθινόπωρο. Βέβαια το ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λάρισα και κατάγομαι από τη Σαμαρίνα Γρεβενών, και έχω πολλούς συγγενείς σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, οπωσδήποτε συνέβαλε αυτονόητα στο να έχω μια πιο άμεση εμπειρία ως προς κάποια γνωρίσματα του χαρακτήρα. Αυτό λοιπόν το γεγονός, που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό και με το ποιος είμαι, εννοείται ότι κάπου διευκόλυνε και τη δουλειά μου σε σχέση ας πούμε με το αν υποδυόμουνα κάποιον που η καταγωγή του είναι φερ’ ειπείν από την Κρήτη, αλλά μέχρι εκεί. Από εκεί και πέρα, σε κάθε περίπτωση η δουλειά του ηθοποιού ως προς την αλήθεια του ρόλου θα καθορίσει και το αποτέλεσμά της.
* Πώς είδατε το αποτέλεσμα της ταινίας;
-Μου άρεσε πολύ. Είναι μία γνήσια, ξεκαρδιστική κωμωδία, έξοχα κινηματογραφημένη με ρυθμό και πολύ χιούμορ. Το σενάριο γράφτηκε από την Διονυσία Τσιτιρίδου και τον Αντώνη Παλιόπουλο. Εκτός του ότι η Διονυσία κατάγεται από την Καρδίτσα και ο Αντώνης από τον Βόλο και, ως εκ τούτου, έχουν πολύ ζωντανές εικόνες από χαρακτήρες και καταστάσεις, είναι και καλοί ηθοποιοί και ξέρουν επίσης να γράφουν κωμωδία. Συνεπώς το στοιχείο των όποιων προσωπικών τους εμπειριών αξιοποιείται από το ταλέντο τους στη γραφή, καθώς περνάει και ενισχύεται από το αισθητήριό τους ως ηθοποιοί. Μάλιστα παίζουν και στην ταινία. Το σενάριο λοιπόν, που είναι μία πολύ βασική πρώτη ύλη για μία ταινία, είχε όλα τα στοιχεία της καλής κωμωδίας. Είχε φαντασία, φρεσκάδα και αυθεντικότητα. Και όταν λέω «αυθεντικότητα», δεν εννοώ μόνο ως προς την αλήθεια των καταστάσεων, αλλά και ως προς τη δομή της κωμωδίας. Στο μέτρο της υπερβολής της.
* Πιστεύετε αυτό που λέγεται κατά κοινή ομολογία, ότι η κωμωδία είναι πιο δύσκολη από το δράμα;
-Στην ουσία η κωμωδία και το δράμα είναι κατά κάποιον τρόπο οι δύο όψεις ενός νομίσματος. Ο μεγάλος δάσκαλος του Θεάτρου Πέλος Κατσέλης έλεγε ότι «το δράμα θέλει χιούμορ και η κωμωδία σοβαρότητα». Πιστεύω ότι κάπου είναι όπως και στη ζωή, όπου το ένα όχι μόνο μπορεί να διαδέχεται το άλλο, αλλά και περιέχονται το ένα στο άλλο. Επίσης το κωμικό πάντα ισορροπεί σε μία λεπτή κόψη όχι μόνο του δραματικού, αλλά κυριολεκτικά του τραγικού. Το γέλιο έρχεται ως ανακούφιση μετά από μία κατάσταση που μπορεί να έχει και πόνο ή εν πάση περιπτώσει ένα στοιχείο αγωνίας, αλλιώς κινδυνεύει να γίνει ένα κενό και ανούσιο χάχανο. Το δράμα είναι οι εναλλαγές καταστάσεων. Αν το δούμε ετυμολογικά και στην πλέον ουσιαστική του ρίζα πού είναι το Αρχαίο Δράμα, εκεί αποσαφηνίζεται πλήρως η δομή του, καθώς περιέχει την Τραγωδία, την Κωμωδία και το Σατυρικό Δράμα, το οποίο βέβαια προέρχεται από τον Σάτυρο και δεν πρέπει να συγχέεται με τη σάτιρα. Όλοι οι μεγάλοι κωμικοί του κινηματογράφου, από τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Μπάστερ Κήτον, τον Χάρολντ Λόυντ, τον Τοτό, τον Θανάση Βέγγο, τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τόσους άλλους ως τον Ρομπέρτο Μπενίνι και τον Στηβ Καρέλ, για να αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, ισορροπούν στην τραγικοκωμική κόψη της μεγάλης κλοουνερί και είναι και μεγάλοι δραματικοί ηθοποιοί. Μάλιστα δεν είμαι απολύτως σίγουρος κατά πόσο ο Θανάσης Βέγγος έχει αποτιμηθεί στην πραγματικότητα, κατά προσέγγιση πάντα, στην πληρότητα του μεγέθους του. Επίσης, η παράδοση της καθαυτό κινηματογραφικής κωμωδίας και επί του προκειμένου της ελληνικής, όπως δομήθηκε από τους μεγάλους της μάστορες, όπως τον Αλέκο Σακελλάριο, τον Νίκο Τσιφόρο, τον Κώστα Πρετεντέρη κοκ. συνδυάζει μοναδικά ένα εκπληκτικό χιούμορ που πατάει γερά στη γνώση της ελληνικής γλώσσας και στη σάτιρα ηθών σε μία υπερβολή, είτε λεκτική είτε καταστάσεων, η οποία κυμαίνεται σε ένα μεγάλο φάσμα της κωμωδίας που περιλαμβάνει διάφορα είδη της κομεντί ή της φάρσας, και όλα αυτά αλληλένδετα με πολλή ανθρωπιά, γι’ αυτό και είναι τόσο σπουδαία. Στο «I Love Karditsa», το σενάριο είχε αρκετές τέτοιες ποιότητες, ιδωμένες βέβαια μέσα από το σύγχρονο φίλτρο της εποχής του. Η ηθογραφική σάτιρα και η φάρσα δένουν ευφάνταστα με το ρεαλισμό αλλά και το σουρεαλισμό, και στη συνέχεια αξιοποιήθηκαν δημιουργικά με τον καλύτερο τρόπο από την κινηματογράφηση του Στράτου Μαρκίδη και τους πολύ καλούς ηθοποιούς που το ζωντάνεψαν.