«Το Παραμύθι χωρίς όνομα» είναι ένα πολιτικό παραμύθι, είναι μια πλατωνική πολιτεία για παιδιά, είναι η ιστορία μιας παραμυθένιας πατρίδας... Της Ελλάδας.
Η Πηνελόπη Δέλτα είναι πιστή, όπως τ’ όνομά της, στις ιδέες της μέσα στο βιβλίο, πιστή μέχρι το θάνατο σ’ όλα όσα επέλεξε να ξεχάσει και σ’ αυτά που τόσο μεθοδικά προτείνει.
Τα ονόματα των πρωταγωνιστών τους ανήκουν εκ φύσεως και διηγούνται κι από μόνα τους την ιστορία. Ο καλός βασιλιάς, που μετρήθηκαν οι μέρες του, λέγεται Συνετός και μετά αρχίζει η βασιλεία του αστόχαστου και της Παλάβως στη χώρα των Μοιρολατρών. Μέχρι που, από τη γειτονική χώρα φτάνει, αντί για οικονομική βοήθεια, η ύστατη προσβολή: μια γαϊδουροκεφαλή με τενεκεδένιο στέμμα. ΚΙ εδώ ακριβώς αρχίζει το παραμύθι για τα απογοητευμένα μάτια μας. Ο γιος του Αστόχαστου λέγεται Συνετός Β’ και αρκεί να πούμε ότι στο τέλος θα παντρευτεί τη Γνώση, κόρη της Φρόνησης, λες κι έχει πάρει το αξίωμά του κατευθείαν από τον Σωκράτη.
Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο, ένας μεγάλος θα νιώσει ίσως αμήχανα στις μέρες μας, αντιμέτωπος μ’ αυτή την ελπίδα που δεν διαψεύδεται και με την αρετή που ξαναχτίζει τον κόσμο - χωρίς καθόλου μαγικά ξόρκια ή δανεικά κονδύλια, αλλά χάρη σε πολύ σκληρή δουλειά για το κοινό καλό. Γιατί ένας μεγάλος αυτόματα θα μετρήσει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτά που επέλεξε να υποτιμήσει και να ξεχάσει και στα τόσα που μεθοδικά προτείνει το βιβλίο. Γιατί η Πηνελόπη Δέλτα έχει προβλέψει ακόμα και για τη σωστή εκμετάλλευση της φύσης, έχει σκεφτεί ακόμα και τους φυλακισμένους να ξανακάνει ανθρώπους μέσα από την πιο σκληρή, είναι η αλήθεια, δουλειά των λατομείων. Και παρόλο που δεν ξεφεύγει από την παρουσία μιας ελέω Θεού βασιλικής οικογένειας, το βασιλόπουλο είναι τόσο ταπεινό, εργατικό και ενάρετο που θα μπορούσε να είναι ένας αυτοδημιούργητος λαϊκός ήρωας», σημειώνει η Μαρία Μητσόρα.
Η Πηνελόπη Δέλτα φώτισε τα παιδιά μας χρόνια, τα κατοίκησε και τα ενθάρρυνε δίνοντας «όνομα» - και μια σπάνια αύρα - στα ανείπωτα της ψυχής. Κι αν η γενιά μας στρέφει ακόμη το βλέμμα της νοσταλγικά σ’ εκείνα τα αναγνώσματα, οι τάξεις των νεόκοπων αναγνωστών ούτε λιγότερο πυκνές είναι ούτε λιγότερο ένθερμες.