Κλεάνθης Χατζηνίκος, ένας φιλόσοφος της ζωγραφικής

Δημοσίευση: 26 Απρ 2015 12:40 | Τελευταία ενημέρωση: 25 Μαϊ 2015 16:24

Του Νίκου Γουργιώτη

 

Ένα ταξίδι στην ελληνική παράδοση, στα ήθη και έθιμα του λαού μας, επανασύνδεση με τις ρίζες μας ή τη γνωριμία με αυτές, προσφέρει στον επισκέπτη της η έκθεση ζωγραφικής του Κλεάνθη Χατζηνίκου που λειτουργεί από την Παρασκευή 3 Απριλίου στους μεγάλους εκθεσιακούς χώρους της Δημοτικής Πινακοθήκης Λάρισας - Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα.

Με τίτλο αυτής «Ελληνική Διαχρονικότητα Λαογραφίας και Εθνογραφίας», ο Χατζηνίκος παρουσιάζει μια συγκλονιστική δουλειά, απόρροια προσπάθειας μεγάλης, έρευνας και αναζήτησης πολλών ετών, η οποία πέραν της καλλιτεχνικής της αξίας, λειτουργεί παράλληλα κι ως ένα βιβλίο καταγραφής συνηθειών και πολιτιστικών στοιχείων των Ελλήνων που έχουν περάσει στους αιώνες από γενιά σε γενιά και συνθέτουν, πια, την παράδοση της χώρας μας.

Είναι Πέμπτη μεσημέρι, βρίσκομαι στο εργαστήριο του Χατζηνίκου στην Ανάβρα Αγιάς και ενώ έχει προηγηθεί, μια μέρα πριν, ένα πέρασμά μου από τα όχι και τόσο άγνωστα προς εμέ έργα της έκθεσης που για άλλη μια φορά με εντυπωσίασαν.

Κάθεται μπροστά στο τζάκι, κάτω από έναν πίνακά του, μια ανθοδέσμη μυρσίνης, βίους Αγίων και μια αρχαία προτομή. Την αγάπη για την Ελλάδα τη βλέπεις παντού γύρω. Φιλόσοφος της ζωγραφικής, όταν του ζητώ να μου δώσει να καταλάβω τι σημαίνει αυτή η τέχνη για τον ίδιο, μου απαντάει «Γραμμές ευθείες, κυρτές και καμπύλες. Επιφάνειες χρωματικές, τονικές συμφωνίες. Θέσεις και αντιθέσεις που διέπονται από το φως. Κινήσεις ζωής εντός της οράσεώς μου, των συναισθημάτων, της ψυχής και του νοός μου. Καταγραφή αριθμών και λέξεων που καλούνται γλώσσα εικαστική. Μετρήσεις και σβησίματα. Βήματα. Να καθορίσω το πνεύμα του λόγου που διέπει την εικόνα. Να παραλληλίσω τον βιωματικό μου κόσμο μ’ αυτόν που διέπεται από την όρασή μου και καλείται ζωή. Μετρήσεις και σβησίματα. Φωνές και σιωπές. Ευχαριστίες και βρισιές. Ψυχογραφήματα. Ματιές στον χώρο να καθορίσω το είναι του, ν’ απεικονίσω, ν’ απεικονιστώ, από αυτό το πνεύμα που διέπει τον λόγο και την εικόνα και καλείται ζωή. Να νοήσω τον κόσμο που με περιβάλλει. Να μιλήσω μαζί του. Ν’ αγαπήσω και ν’ αγαπηθώ. Να απομακρυνθώ για να τον απεικονίσω. Από τη γέννηση στον θάνατο πορεύομαι το φυσικό κάλλος να σχηματίσω. Γραμμές ευθείες, κυρτές και καμπύλες. Επιφάνειες χρωματικές, τονικές συμφωνίες, αντιθέσεις και θέσεις. Ψυχογραφίες που διέπονται από το φως. Μετρήσεις και σβησίματα. Φωνές, σιωπές, ευχαριστίες, βρισιές, πεσίματα και ανορθώσεις. Να συγχωρέσω, να συγχωρεθώ. Να παιδευτώ, να πορευτώ μέσα στην ελληνική παιδεία, στο πνεύμα που διέπει τον λόγο και που καθορίζεται ζωή. Να συναντηθώ, να θεαθώ, να θεωθώ. Απ’ αυτόν που καλείται δίκαιος, αγαθός και έλλην».

Χρόνια πολλά δίπλα στους Τσαρούχη, Ρίτσο, Μόραλη, Χατζιδάκι, Στράτου, Σαμίου, και άλλους της πνευματικής Αθήνας της γενιάς του ‘30, δίπλα σε όλους αυτούς που όπως τονίζει με νόημα «ενδιαφέρθηκαν πραγματικά γι’ αυτόν εδώ τον τόπο», μου εξιστορεί τα βιώματά του και μου μιλάει για τις ατέλειωτες συζητήσεις μαζί τους. Με περηφάνια, μου καταθέτει την έκπληξη του Ρίτσου όταν του πρωτοδιάβασε τις ποιητικές του απόπειρες, μα πιο πολύ στέκεται στον Γιάννη Τσαρούχη. Σχεδιαστής του, πλάι του στις αναζητήσεις του, στην έρευνα, γνώστης όσο κανείς ίσως της δουλειάς του, με επιρροές από το πνεύμα του, μου λέει «Με τράβηξε σ’ αυτόν η επιλογή του να ζει σαν παρίας από τη στιγμή που αποφάσισε να απαρνηθεί τους μεγαλοαστούς της πρωτεύουσας μέσα στους οποίους είχε γεννηθεί και μεγαλώσει». «Ο Τσαρούχης» συνεχίζει «δεν μου δίδαξε την τέχνη, μου είπε τι να κάνω, αλλά χωρίς να μου μιλήσει για τη ζωγραφική και, ως εκ τούτου, δεν μπορώ να θεωρηθώ μαθητής του». «Εγώ αγάπησα τη ζωγραφική και έκανα πάρα πολλά πράγματα για να τη μάθω» έλεγε «Εσύ Κλεάνθη, τη ζωγραφική την έχεις από τη γέννα σου, την κουβαλάς στο αίμα σου. Αυτοί που είναι γεννημένοι έτσι, όλα τα πράγματα τα έχουν μέσα τους και τα βλέπουν. Μόνο δεν γνωρίζουν να τα εκφράσουν. Αν, όμως, ασχοληθούν και δουλέψουν, αυτά θα βγουν μόνα τους».

Του ζητάω να μου πει γιατί επέλεξε να ασχοληθεί τόσο συστηματικά τα τελευταία 25 σχεδόν χρόνια με την ελληνική παράδοση και εκφάνσεις αυτής να αποτελούν τη βασική του θεματογραφία. «Όλη η προσπάθεια που έκανα, μετά τη συναναστροφή μου με τους ανθρώπους αυτούς που ανέφερα, ήταν να επαναφέρω τη ζωγραφική στην ελληνική πραγματικότητά της, δηλαδή να είναι παράλληλη με τον κλασικό κόσμο» μου απαντά και μου αναλύει την αντίθεσή του στις εμμονές ελλήνων ζωγράφων με την ευρωπαϊκή και αμερικάνικη ζωγραφική. «Το φως στα έργα μου υπάρχει μέσα στο χρώμα» μου λέει «όλη η ευρωπαϊκή ζωγραφική είναι το φως που πέφτει πάνω στο αντικείμενο. Εδώ, είναι το φως που βγαίνει απ’ το αντικείμενο». «Αυτή είναι η ζωγραφική η δικιά μου» μου τονίζει εξηγώντας μου τα περί χρωματικής γεωμετρίας που χρησιμοποιεί ή αλλιώς τη συνθετική γεωμετρία που υπάρχει στο έργο του ως σχέδιο και ως χρώμα.

Η συζήτηση πλατιάζει, βλέπεις την αγωνία στα μάτια του να προσπαθήσει να σου δώσει να καταλάβεις και μέσα από τον διαλογισμό του αντιλαμβάνεσαι πως όλη του η σύγκρουση, μ’ αυτούς που μετέφεραν από τα δυτικοευρωπαϊκά ρεύματα την εκεί αντίληψη και τεχνική, ήταν πάνω στην εικόνα. Είχε απέναντί του τις εικόνες του ευρωπαϊκού και αμερικάνικου πολιτισμού και, ταυτόχρονα, έχοντας και την εικόνα του ελληνικού πολιτισμού, προσπάθησε να επαναφέρει την εικόνα στο ελληνικό πνεύμα.

Η συνάντηση, μετά από ώρες, που όμως περνάνε σαν αέρας με έναν άνθρωπο μπροστά σου που οι εμπειρίες ζωής συνδέονται με άλλους που μεγαλούργησαν σ’ αυτήν εδώ την ελληνική γη, με έναν άνθρωπο χειμαρρώδη στον λόγο, ολοκληρώνεται μόνο από την υποχρέωση που έχει να παρεβρεθεί κάπου με κάποιους που θα μιλήσει για τι άλλο, για τη ζωγραφική, για την ελληνική όμως ζωγραφική, γι’ αυτήν που εκπορεύεται από την αρχαία Ελλάδα και από τις παραδόσεις μας που μέσω αυτών στοιχεία του αρχαίου μας πολιτισμού μεταφέρθηκαν αυτούσια ή παραλλαγμένα ως σήμερα.

Η εκ βαθέων εξομολόγησή του με οδηγεί στο να ενστερνιστώ αυτό που κάποτε ο πανεπιστημιακός Ζήσης Παπαδημητρίου, μέσω του ορισμού της ζωγραφικής που δίνει ο Περικλής Γιαννόπουλος, είχε πει, ώστε να οριοθετήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο Χατζηνίκος ως άνθρωπος και καλλιτέχνης, πως δηλαδή «Η τέχνη δεν είναι επάγγελμα, βιομηχανία, εμπόριον μόνον. Η τέχνη είναι έρως. Ούτε κρύον, ούτε ζέστην, ούτε πείναν, ούτε δίψαν, ούτε εμπόδια γνωρίζει ο έρως… Οι ζωγράφοι έχουν την ωραίαν τιμήν να είναι οι πρώτοι, να είναι οι λαμπαδηφόροι εις την πορείαν μας και η ζωγραφική είναι η πρώτη τέχνη εις κάθε αναγέννησιν, διότι είναι η δια των ματιών περιγραφή της επιφανείας του εξωτερικού κόσμου».

 

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass