«Η ληστεία στην Ελλάδα θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ενδημική αφού το σημαντικότερο αίτιο που την προκαλεί είναι η φτώχεια. Το φαινόμενο εμφανίζεται πολύ ισχυρό κάθε φορά που υπάρχουν εσωτερικές αναστατώσεις, καταπίεση και φτώχεια. Γι’ αυτό και από την αρχή της τουρκοκρατίας μέχρι το 1930 η ληστεία αποτελεί πληγή για την ηπειρωτική Ελλάδα». Αυτά ανέφερε χθες βράδυ αναλύοντας το φαινόμενο της ληστείας στην Ελλάδα και παρουσιάζοντας το βιβλίο του με τίτλο «Μήτσιος Τζιατζιάς, ο αριστοκράτης ληστής», στο Γαλλικό ινστιτούτο ο συγγραφέας Γιάννης Μπασλής.
Δίνοντας περισσότερα στοιχεία στους παρευρεθέντες για το φαινόμενο της ληστείας ο κ. Μπασλής τόνισε ακόμη ότι ο λαός ονόμαζε τους ληστές κλέφτες, ενώ οι Τούρκοι ζορμπάδες. Οι περιοχές στις οποίες δρούσαν οι κλέφτες/ληστές είναι οι ίδιες μ’ αυτές που αναφέρει ο Θουκυδίδης και αναπτύχθηκε το αντάρτικο στην Κατοχή και στον εμφύλιο. Για να τους αντιμετωπίσει ο σουλτάνος δημιούργησε τ’ αρματολίκια τοποθετώντας χριστιανούς ως αρματολούς. Επειδή οι κλέφτες λήστευαν αδιάκριτα Έλληνες και Τούρκους αποτελούσαν πραγματική πληγή για τον κόσμο που τους θεωρούσε κοινούς ληστές. Η καταξίωσή τους και η αλλαγή της σημασίας από ληστής σε παλικάρι, αγωνιστή της λευτεριάς οφείλεται στο Ρήγα Βελεστινλή, στη Φιλική Εταιρεία και στην Επανάσταση του ’21, που μεταμόρφωσαν αυτά τ’ αγρίμια σε μαχητές της λευτεριάς.
Από τα παλικάρια όμως αυτά ξεπήδησαν και οι πρώτοι ληστές μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, μια που κάποιοι δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στη νόμιμη ζωή, ενώ κάποιοι άλλοι ένιωσαν βαθιά αδικημένοι από τη νέα εξουσία. Οι λόγιοι τώρα χρησιμοποίησαν γι’ αυτούς τους παράνομους τον όρο ληστές, που καθιερώθηκε. Η ληστεία διήρκεσε εκατό χρόνια μέχρι το θάνατο του τελευταίου μεγάλου ληστή, του Μήτσιου Τζιατζιά, το 1930. Όλοι οι κλέφτες και οι ληστές είναι ορεσίβιοι, βουνίσιοι. Καμπίσιος δεν γινόταν ληστής, μολονότι αυτός κυρίως καταπιέζονταν είτε από τον Τούρκο είτε από τον τσιφλικά και το χωροφύλακα. Η ζωή των ληστών είναι σύντομη, 4-5 χρόνια. Όλοι τους σκοτώνονται νέοι. Μόνον ο Τζιατζιάς έδρασε ως ληστής 20 χρόνια. Όταν σκοτώθηκε στις 23 Μαρτίου 1930 ήταν 41 ετών. Γι’ αυτό οι άλλοι ομότεχνοί του τον σέβονταν και τον αποκαλούσαν γέρο.
Ο Τζιατζιάς δεν ήταν ίνδαλμα μόνο του λαού. Η προσωπικότητά του προκάλεσε το θαυμασμό σε μια μερίδα νέων διανοούμενων. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Νικόλαος Κάλας, από τους θεμελιωτές του υπερρεαλισμού.
Για το βιβλίο αλλά και για το συγγραφέα μίλησε ο φιλόλογος, διευθυντής του 2ου Λυκείου Λάρισας, Θανάσης Παπαθανασίου.
Αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο δύσκολο θέμα που καταπιάστηκε καθώς το ζήτημα της ληστείας ήταν ένα θέμα ταμπού για πολλούς ,το οποίο κανένας για πολλούς –ευνόητους και μη –λόγους δεν ήθελε να το αγγίξει.
Το έργο του συγγραφέα σημείωσε ο κ. Παπαθανασίου δεν ήταν καθόλου εύκολο. Έπρεπε να δαμάσει από τη μια την προφορική παράδοση χωρισμένη στα δυο:
-Από τη μια οι αφηγήσεις και οι μαρτυρίες όσων έζησαν κάποια γεγονότα από κοντά.
-Από την άλλη οι αφηγήσεις όσων πληροφορήθηκαν τα γεγονότα –κατορθώματα με ή χωρίς εισαγωγικά - και από στόμα σε στόμα τα διέδωσαν και τα διέσωσαν.
Από την άλλη η γραπτή παράδοση, επίσημη και μη. Κι αυτή ήταν διπλή:
-Από τη μια τα επίσημα έγγραφα, οι αγορεύσεις των πολιτικών στη Βουλή, οι ανακοινώσεις οι ενέργειες και οι δράσεις του κράτους και των οργάνων της άρχουσας τάξης και από την άλλη το πλήθος των δημοσιευμάτων της εποχής εκείνης και μεταγενέστερα με τις γνωστές μεροληψίες και υπερβολές των δημοσιογράφων ή όσων ήθελαν να ικανοποιήσουν την περιέργεια και να εξάψουν τη φαντασία του αναγνωστικού κοινού.