Προβοκάροντας, ίσως, τη συζήτηση με το Νίκο Κουτελιδάκη, του λέω ότι «Το τανγκό των Χριστουγέννων», η πρώτη του κινηματογραφική ταινία, μου θυμίζει ένα ρομαντικό αισθηματικό «θρίλερ» με την κορύφωση του σασπένς να έρχεται τη βραδιά των Χριστουγέννων. Τότε ένα τανγκό θα αποτελέσει το γεγονός καταλύτη το οποίο θα αλλάξει τη ζωή των τεσσάρων χαρακτήρων της ταινίας. «Αυτός είναι δικός σας χαρακτηρισμός και φαντάζομαι ότι το λέτε έτσι, επειδή υπάρχει όντως μια κλιμακούμενη αγωνία στην εξέλιξη της ιστορίας. Κάθε κινηματογραφική ταινία-από τις ταινίες του Χίτσκοκ έως τις ταινίες της Nouvelle Vague-αναπτύσσει την υπόθεσή της προσφέροντας αγωνία για το τι θα γίνει στη συνέχεια. Έτσι διατηρεί το ενδιαφέρον των θεατών» μου ανταπαντά...
Η ταινία του που αποτελεί πλέον μια μεγάλη εισπρακτική επιτυχία (έχει ξεπεράσει τα 150.000 εισιτήρια μέχρι στιγμής) είναι μια -καθόλα αξιοπρεπής- μεταφορά στο σινεμά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Γιάννη Ξανθούλη και, παράλληλα, μια εξαιρετική και επίκαιρη επιλογή κινηματογραφικής εξόδου για τις γιορτές. «Ήθελα με την ταινία μου να προσφέρω ένα ζεστό τσάι στον κόσμο. Να καταπραΰνω τον πόνο του μιας και όλοι μας, η Ελλάδα, βρισκόμαστε σε έναν διαρκή πόλεμο λόγω της οικονομικής κρίσης. Ήθελα να προσφέρω στους θεατές την ευκαιρία να περάσουν ένα όμορφο δίωρο», λέει με πάθος για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.
Η άποψή του για το ποιος είναι ο στόχος του σινεμά είναι ξεκάθαρη. «Το να κάνεις ταινίες σήμερα είναι μια δύσκολη και ακριβή υπόθεση», λέει. «Εμένα μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω μια ταινία, διαθέτοντας ένα εκπληκτικό σενάριο, και το αποτέλεσμα φαντάζομαι ότι ικανοποιεί τις απαιτήσεις της εταιρίας διανομής. Ταυτόχρονα το αισθητικό-καλλιτεχνικό αποτέλεσμα σέβεται το κοινό». Παρεμβαίνω και του λέω ότι όποιος παρακολουθεί την ταινία έχει την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ακριβή και πλούσια παραγωγή. «Ά, όχι κάνετε λάθος» μου λέει. «Φαίνεται ακριβή και όμως δεν είναι. Κόστισε όσο στοιχίζουν αυτές οι τρέχουσες ελληνικές κωμωδίες και, μάλιστα, μπορώ να πω με σιγουριά ότι κόστισε το ένα δέκατο του κόστους παραγωγής ανεξάρτητων ταινιών, σαν αυτές που γυρίζει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος». Και συμπληρώνει: «Όλα είναι μεράκι και προσωπική δουλειά των συντελεστών της ταινίας. Γι’ αυτό φαίνεται ακριβή».
Τον ακούω λοιπόν να μιλάει και σκέφτομαι ότι το να αξιοποιήσεις τα χρήματα που σου δίνουν οι παραγωγοί -έστω αυτά τα λίγα που συνήθως δίνουν- με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να μετατρέψεις την υπεραξία της εργασίας των συντελεστών της ταινίας- έστω και με τη μορφή μερακίου και φιλότιμου-σε δημιουργικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αποτελεί από την πλευρά του μια απόδειξη ταλέντου, οργανωτικού σχεδιασμού και εμπειρίας.
Ο Νίκος Κουτελιδάκης δεν είναι τυχαίος στο χώρο του θεάματος. Ξεκίνησε στη δεκαετία του ’70 γυρίζοντας ταινίες μικρού μήκους στοχεύοντας στη μεγάλη οθόνη. Τελικά τον απορρόφησε η τηλεόραση. «Έπρεπε να δουλέψω» λέει, επισημαίνοντας την οικονομική βιοποριστική διάσταση του θέματος. Η μία τηλεοπτική σειρά έφερε την άλλη και έτσι ο Κουτελιδάκης απέκτησε μια πολύχρονη τηλεοπτική εμπειρία και ένα δυνατό «βιογραφικό» με σειρές όπως «Οι Αυθαίρετοι», «Αλμα Λίμπρε», «Ένοχη αγάπη», «Φύγαμε», κ.ά. Συνάμα δεν εγκατέλειψε την επιθυμία του να σκηνοθετήσει για το σινεμά. Όλα αυτά τα χρόνια έκανε προτάσεις στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου αλλά οι απαντήσεις ήταν αρνητικές. «Αφήστε καλύτερα, ας μην το συζητήσουμε αυτό το θέμα» μου λέει κάπως απογοητευμένος.
Το 2011 με το «Τανγκό των Χριστουγέννων» παρουσιάζει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους έχοντας στα χέρια του «ένα δυνατό σενάριο», βασισμένο στο ομότιτλο ευπώλητο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη. Στη δεκαετία του ’70 σ’ ένα στρατόπεδο στον Έβρο ένας νεαρός υπολοχαγός είναι ερωτευμένος με τη νεαρή σύζυγο του διοικητή του. Ο μόνος τρόπος για να την πλησιάσει, είναι να χορέψει μαζί της τανγκό την βραδιά των Χριστουγέννων. Όμως δεν ξέρει να χορεύει και γι’ αυτό απαιτεί από έναν-ιδιαίτερα μορφωμένο-φαντάρο να του διδάξει. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα, πάνω στην οποία χτίζεται η ταινία. Ο Νίκος Κουτελιδάκης φτιάχνει ένα ατμοσφαιρικό ρομαντικό φιλμ, επιλέγοντας τους ηθοποιούς με απόλυτη επιτυχία. Το ένστικτό του φαίνεται να τον βοήθησε. «Προσπάθησα να ταιριάξω τους χαρακτήρες της ιστορίας με τους χαρακτήρες των ηθοποιών. Γι’ αυτό πιστεύω ότι οι Γιάννης Μπέζος, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννης Στάνκογλου και Αντίνοος Αλμπάνης στους βασικούς ρόλους της ταινίας, διαθέτουν αρκετές από τις ευαισθησίες και τα χαρακτηριστικά των ηρώων που ερμηνεύουν».