Συνέντευξη:
Νατάσα Πολυγένη
Γιώργος Χατζηνάσιος... πώς να περιγράψει κανείς τον άνθρωπο που μέσα από τη μουσική του τα έχει πει όλα; Ποιες είναι άραγε οι σωστές λέξεις για έναν άνθρωπο... με χρυσά χέρια; Αβίαστα μου έρχονται στο μυαλό μερικές που σίγουρα καλύπτουν μονάχα ένα μικρό μέρος της πολύπλευρης προσωπικότητάς του. Αυθεντικός, ευγενής, ειλικρινής, αξιοπρεπής, σεμνός, πρόσχαρος, ευαίσθητος... ή απλά με μια λέξη: δημιουργός. Ο Γιώργος Χατζηνάσιος κατόρθωσε να αλλάξει το τοπίο της ελληνικής δισκογραφίας με τις μελωδίες του. Έχει συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους κορυφαίους ερμηνευτές, έχει χαρίσει στο ελληνικό κοινό αμέτρητες επιτυχίες αλλά παρόλα αυτά εξακολουθεί να κρατά χαμηλό προφίλ. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του ρομαντικό συνθέτη και παρά το γεγονός ότι σήμερα θα μπορούσε απλά να κάθεται στο βάθρο του και να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του, δεν εφησυχάζει. Θέλει να γίνεται καλύτερος και καλύτερος. Με το πιάνο του... αχώριστοι σύντροφοι. Ελάχιστες οι ημέρες της εβδομάδας που δεν θα μελετήσει μουσική. Εμφανίσεις πλέον, λίγες, αυστηρά επιλεγμένες. Οι Λαρισαίοι είχαν την τύχη να τον έχουν κοντά τους πριν από λίγες ημέρες σε μια εκπληκτική συναυλία που δόθηκε στο «Μύλο 1927».
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Ε» μιλά με ειλικρίνεια για τις βαθύτερες σκέψεις του γύρω από τη μουσική καθώς και το απόσταγμα της εμπειρίας του ως συνθέτη. Για όσα διαδραματίζονται τα τελευταία χρόνια στη μουσική βιομηχανία μετά την εισβολή του διαδικτύου αλλά και το «χτύπημα» της οικονομικής κρίσης, τα λόγια του είναι μετρημένα. «Υπάρχει τέλμα». Με δύο μόνο λέξεις δίνει ολόκληρη την εικόνα. Δεν κρύβει όμως την απογοήτευσή του για αυτή την εξέλιξη. Πιο πολύ όπως λέει απογοητεύεται γιατί «πλέον η τέχνη δεν γιορτάζεται». Χάθηκε η μαγεία της.
«Οι εταιρίες δεν ενδιαφέρονται όπως παλιότερα να κάνουν δίσκους στους τραγουδιστές. Όσοι τραγουδιστές κάνουν, τους κάνουν με δικά τους χρήματα και μάλιστα δεν υπάρχει καν διανομή στα ελάχιστα δισκάδικα που έχουν απομείνει. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες προσπαθούν να προωθήσουν τη δουλειά τους μέσα από το ίντερνετ. Ένας καλλιτέχνης όμως, ένας δημιουργός, πρέπει να γιορτάζει την τέχνη του. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν το κομμάτι του ακούγεται. Όταν ακούγεται μέσα στο αυτοκίνητο, στο ραδιόφωνο, από τις διαφημίσεις που γίνονταν παλιά από τις δισκογραφικές εταιρίες. Υπήρχε γενικά μια γιορτή πριν ακόμη από την κυκλοφορία του δίσκου. Τώρα με το διαδίκτυο ο καθένας κλείνεται στο σπίτι του πατάει ένα κουμπί και ακούει το κομμάτι. Και τι έγινε; Ένας δίσκος πρέπει να γιορτάζεται. Να έχει μαγεία, ατμόσφαιρα, να δημιουργεί σχέσεις»...
«Οι τραγουδιστές της εποχής μου ήταν άσχημοι»
Παρά το γεγονός ότι η μουσική περνάει κρίση, η συνεχής εμφάνιση νέων τραγουδιστών που διαθέτουν το λεγόμενο «πακέτο» δείχνει να τον προβληματίζει.
«Όλοι οι άνθρωποι που δεν είχαν εφόδια επαγγελματικά σκυλεύουν πάνω στην τέχνη. Σκληρή λέξη, ναι το ξέρω. Όποιος δεν έχει προκοπή σκέφτεται θα πάρω ένα μικρόφωνο και θα βγάλω ένα μεροκάματο. Ωραία κορίτσια, ωραία αγόρια μόλις δουν στον καθρέφτη το είδωλό τους βλέπουν μια περιουσία. Τα πράγματα ξεφύγανε. Η τέχνη χρησιμοποιείται αυτή τη στιγμή προκειμένου να βρούνε λύση άνθρωποι που δεν είχανε εφόδια για το χώρο αυτό. Οι τραγουδιστές σήμερα είναι πανομοιότυποι. Το κριτήριο των εταιριών της εποχής της δικής μας ήταν η διαφορετικότητα του ήχου της φωνής, του ηχοχρώματος. Αυτό οδηγούσε στην επιλογή. Όλοι οι τραγουδιστές της εποχής μου είναι σχεδόν άσχημοι. Πέρα από τον Πουλόπουλο όλοι οι υπόλοιποι δεν είχαν το λεγόμενο «πακέτο». Τα νέα ακούσματα είναι διαφορετικά από τα δικά μας. Δεν υπάρχει πια εκείνο το παρεΐστικο της δεκαετίας του ’70 όπου ο κόσμος πήγαινε σαν μια οικογένεια στα κέντρα και τραγουδούσαν όλοι μαζί «Άνοιξε το παράθυρο να μπει, να μπει η δροσιά του Μάη». Κι αν γίνεται αυτό πια γίνεται ελάχιστα. «Εμείς οι παλιοί απλώς επαναλαμβάνουμε μια εικόνα του παρελθόντος με καλύτερη κορνίζα γιατί πλέον έχουμε καλύτερα ηχητικά, μουσικά όργανα» σχολιάζει και προσθέτει ότι «κάποτε η εγγύηση για την επιτυχία ήταν η φωνή και ποτέ η εμφάνιση». Βέβαια δεν παραγνωρίζει ότι και σήμερα υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι ερμηνευτές. Όπως μάλιστα τονίζει, οι άνθρωποι που ανήκουν στην τέχνη και είναι αυθεντικοί ξεχωρίζουν. Ο κόσμος έχει κριτήριο και ένστικτο και θα τους αναγνωρίσει.
Στο ερώτημα ποια θα πρέπει να είναι η θέση των καλλιτεχνών απέναντι στη σημερινή πρωτόγνωρη και δύσκολη κατάσταση που βιώνει η ελληνική κοινωνία, ο Γιώργος Χατζηνάσιος απαντά αφοπλιστικά: «Θα σας απογοητεύσω. Αυτά μαθαίνονται από το σπίτι και το σχολείο. Η αγωγή και η συμπεριφορά ενός λαού δεν μαθαίνεται μέσα από τα τραγούδια. Το τραγούδι δεν εφευρέθηκε για αυτό το πράγμα. Υπάρχουν στιγμές βέβαια όπως στη Χούντα ή σε κάποιο πόλεμο που τα τραγούδια έπαιζαν το ρόλο τους για τον εθνικό ξεσηκωμό. Εδώ όμως η προδοσία που έχει γίνει από τους πολιτικούς δεν μπορεί να απαλειφτεί με ένα τραγούδι».
«Το κρυφό μου απωθημένο»
Κλείνοντας την κουβέντα μας, ο Γ. Χατζηνάσιος συνθέτης εξομολογείται ότι παρά το ότι είναι χορτασμένος από συνεργασίες και επιτυχίες, το απωθημένο που υπάρχει βαθιά μέσα του είναι ότι θα ήθελε να είχε μείνει στην Αμερική. «Αυτό που σκέφτομαι είναι ότι η εκπαίδευση και τα εφόδια μου είναι παραπάνω από αυτά που χρειάζεται να κάνω εδώ πέρα και αυτό σημαίνει ότι κάπου βαθιά στο μυαλό μου υπάρχει μια απογοήτευση γιατί θα μπορούσα να είμαι στην Αμερική, στο Χόλιγουντ ή στο Μπροντγουέη και να γράφω μουσική για μιούζικαλ και ταινίες. Όταν πήγα όμως το 1985 ως γνήσιος Θεσσαλονικιός ήμουν και χαβαλές και δεν μπορούσα να αντέξω την τυποποιημένη ζωή. Σπούδασα πολλή μουσική. Τα εφόδια μου ήταν πολλά... Είχα τα φόντα. Είμαι σίγουρος ότι θα μεγαλουργούσα στην Αμερική. Εδώ δεν μπορούμε να μεγαλουργήσουμε γιατί μας δίνουν πιο μικρά πράγματα».
«Οι δεσμοί μου με τη Λάρισα»
Η Λάρισα είναι αγαπημένος τόπος για τον Γιώργο Χατζηνάσιο. Πώς να μην είναι άλλωστε αφού τα τρυφερά εφηβικά του χρόνια συνδέονται με αυτή. Όπως εξομολογείται από μαθητής ακόμη του Γυμνασίου, τα καλοκαίρια του τα περνούσε στη Λάρισα ως πιανίστας της ορχήστρας του Κώστα Παπαδημητρίου. Ακόμη θυμάται με νοσταλγία το σπίτι που νοίκιαζε στα Ταμπάκικα. «Μου είναι τόσο γνώριμα όλα. Πήγαινα στη δουλειά μου με τα πόδια από το σπίτι. Ήταν στο Αλκαζάρ. Ακόμη θυμάμαι τα τσιπουράδικα την εποχή που οργίαζαν τα τζουκ μποξ, το αρνάκι με το γαλότυρο που τρώγαμε στην Πανός. Τόσες αναμνήσεις», λέει και η έκφρασή του δείχνει μια γλυκιά νοσταλγία. Από τη Λάρισα περνά τακτικά. Κάθε φορά που πηγαίνει στο σπίτι του στο Πήλιο, δεν παραλείπει να κάνει ένα πέρασμα. Άλλωστε όπως λέει την έχει και τον έχει αγαπήσει.
Τριάντα χρόνια επιτυχίες
Ο Γεώργιος Χατζηνάσιος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 1942. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του σπούδασε στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και συνέχισε στην Αθήνα στο Ωδείο Αθηνών και στο Εθνικό Ωδείο. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι όπου και μετεκπαιδεύτηκε στη σύνθεση και ενορχήστρωση.
Άρχισε να κάνει τις πρώτες του επιτυχίες ως συνθέτης με τη Μαρινέλλα το 1970 με τραγούδια όπως «Κρίμα το μπόι σου» και «Κατηγορώ». Ο συνθέτης συνέχισε να συνεργάζεται με τη Μαρινέλλα δημιουργώντας τραγούδια όπως «Συμβιβαζόμαστε», «Θα 'θελα να ήσουν», «Σήμερα», «Δεν είναι που φεύγεις», «Παιδί απ' την Ανάβυσσο», «Να παίζει το τρανζίστορ», «Δεν φταίμε εμείς», «Είσαι ποτάμι», «Καμιά φορά» και πολλά άλλα. Συνεργάστηκε επίσης με τον Γιάννη Πάριο σε τραγούδια όπως «Τι θέλεις να κάνω», «Συγνώμη που σ' αγάπησα πολύ», «Όλα μας τα πλούτη», «Πού θα πάει, πού», «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου», «220 Volt», «Γι' αυτό σου λέω πάμε», «Επίθεση αγάπης», κ.ά., με τη Δήμητρα Γαλάνη και τα «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό», «Τα γαλάζια σου γράμματα», «Ζω», «Αν μ' αγαπάς φίλα σταυρό», «Σ' όποιον αρέσουμε», «Θα σ' αγαπώ», «Δεν έχουμε να πούμε τίποτα», «Το γρανάζι», κ.ά., τον Σταμάτη Κόκοτα και τα «Να 'χα τα χρόνια σου», «Σ' αγάπησα για μια φορά», «Μια παρένθεση και μόνο», «Ο τρόπος που σ' αγάπησα», κ.ά., τον Μανώλη Μητσιά (Με λένε Γιώργο, Πάρε τον ηλεκτρικό), τη Νάνα Μούσχουρη (Η ενδεκάτη εντολή, Γιαρέμ, Πέφτει η βροχή), τον Στράτο Διονυσίου (Αφιλότιμη), τη Βίκυ Μοσχολιού (Ξενύχτησα στην πόρτα σου), τον Δημήτρη Μητροπάνο (Η αγάπη χάθηκε), την Τάνια Τσανακλίδου (Ο ανθρωπάκος), τον Γιάννη Κούτρα (Πόσο σ' αγαπώ), αλλά και με αρκετούς νέους τραγουδιστές όπως η Αλέξια (Κεκλεισμένων των θηρών) και ο Μιχάλης Χατζηγιάννης (Άγγιγμα ψυχής, Το σώμα που ζητάς). Στους δικούς του δίσκους μακράς διαρκείας (LP) περιλαμβάνονται οι «Διαδρομή», «Άσπρο μαύρο», «Έχει ο Θεός», «Η Μαρινέλλα του σήμερα», «Για σένα τον άγνωστο», «Αντιθέσεις», «Λεύκωμα», «Μάθημα σολφέζ», «Επίθεση αγάπης», «Η ενδεκάτη εντολή», «Εικόνες», «Great Greek Composers» κ.ά. Επίσης έγραψε μουσική για τον κινηματογράφο στις ταινίες «Εσύ κι εγώ», «Αγκίστρι», «Αιχμάλωτοι του μίσους» καθώς και τη μουσική υπόκρουση σε 13 άλλες ταινίες. Αλλά και στο θέατρο η μουσική προσφορά του είναι σημαντική με πλήθος τραγουδιών και μουσικής σε διάφορα είδη θεατρικών παραστάσεων.
Είναι μέλος της Εταιρίας Μουσικοσυνθετών Στιχουργών Ελλάδος, της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, του Britico (Αγγλίας), της Performing Right Society και της Ανωνύμου Εταιρίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Επίσης έχει δώσει πολλά κονσέρτα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό όπως στο «Carnegie Hall» της Νέας Υόρκης το 1972 και στο «Concert House» της Βιέννης το 1973. Έχει τιμηθεί με «Χρυσό Δίσκο» το 1975, «Χρυσή Νότα» από την εταιρία International Phonogram, Β΄ Βραβείο σύνθεσης και ενορχήστρωσης στο 10ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, βραβείο «Rose D' Or» το 1980 για το τραγούδι «Όταν γύρω νυχτώνει» καθώς και με πολλές άλλες διακρίσεις.
Επιπλέον έχει συνεισφέρει στη μουσική επένδυση πολλών τηλεοπτικών σειρών της κρατικής και της ιδιωτικής τηλεόρασης («Μαύρη Χρυσαλλίδα», «Ακριβή μου Σοφία», «Η εξαφάνιση του Τζον Αυλακιώτη», «Τμήμα Ηθών», «Το γελοίον του πράγματος», «Ταύρος με Τοξότη», «Δρόμοι της πόλης», «Άγγιγμα Ψυχής», «Σύνορα Αγάπης», «Στα φτερά του έρωτα», «Φιλί Ζωής», «Το παιχνίδι της συγνώμης», «Ο Φάρος» κλπ), πολλές από τις οποίες έγιναν μεγάλες δισκογραφικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες.