Επιμέλεια: Νίκος Οικονομίδης
Ταξιδεύοντας στο ελληνικό τραγούδι, φτάσαμε στη δεκαετία του ΄50 παρουσιάζοντας μορφές του ρεμπέτικου, όπως ο Μάρκος, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης, ο Μητσάκης, ο Χιώτης, ο Καραπατάκης, ο Τατασόπουλος, που εκτός από σπουδαίοι συνθέτες, ήταν παράλληλα και σπουδαίοι σολίστες του μπουζουκιού.
Στο σημερινό μας κείμενο θα αναφερθούμε σε ένα μύθο του μπουζουκιού, που ακούει στο όνομα «Μπέμπης». Πριν 5 χρόνια στο «Καφωδείο»στη Λάρισα έγινε με την επιμέλεια του περιοδικού «Λαϊκό τραγούδι», η παρουσίαση του βιβλίου «Οκτώ λαϊκά πορτρέτα»του σολίστα του μπουζουκιού και ερευνητή Γιώργου Αλτή. Στο βιβλίο του Γιώργου γίνεται εκτενή αναφορά στη ζωή του Μπέμπη, μέσα από αφηγήσεις συγγενών και φίλων του.
Ο Δημήτρης Στεργίου- Μπέμπης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927. Από μικρό τον φώναζαν «μπέμπη». Ο πατέρας του Σπύρος Στεργίου διευθυντής της εταιρίας «Γκιόλμαν»είχε γνώσεις κλασικής μουσικής, ενώ έπαιζε βιολί, κιθάρα και μαντολίνο. Ήταν μουσικός στην ορχήστρα του Δημοτικού θεάτρου Πειραιά. Από πολύ νωρίς μύησε τον γιό του στην μουσική. Ο Μπέμπης διδάχτηκε μαντολίνο από τον Νίκο Μανιατάκη στο Ωδείο Πειραιά. Ήταν από τους λίγους μπουζουκτσήδες που είχε κλασική παιδεία στη μουσική.
Το 1940 στη γιορτή των Φώτων πηγαίνοντας για ψάρεμα ο πατέρας του πνίγεται. Ο Δημήτρης γλιτώνει από θαύμα αφού τελευταία στιγμή δεν πηγαίνει μαζί του. Η ζωή του μετά τον θάνατο του πατέρα του αλλάζει δραματικά. Μέσα στην κατοχή αναγκάζεται να εργαστεί με την αδερφή του που έπαιζε κιθάρα, σε ταβερνάκια της εποχής «Άμπρι», «Διάβολο». Το 1944 ασχολείται επαγγελματικά με το μπουζούκι. Μετά τον «Διάβολο»εργάστηκε αρχικά στο «Πιγκάλς»μαζί με τον Χιώτη και τον Τάκη Μπίνη. Ο φίλος του Χρήστος Λεβέντης αναφέρει στον Αλτή ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο ανάμεσα στον Μπέμπη και τον Χιώτη: «Στο ζαχαροπλαστείο «Ολύμπια»στην Ομόνοια, κάθονταν ο Μπέμπης με φίλους και μπαίνει ξαφνικά ο Χιώτης. Κάποια στιγμή ο Χιώτης παίρνει ένα κουταλάκι και χτυπώντας ένα ποτήρι ρωτά τον Μπέμπη «μπορείς να μου πεις ποια είναι η νότα;». Ο Μπέμπης του απαντά «Λα «και λέει στοΝ φίλο του «κοίτα τι θα του κάνω τώρα...». Πιάνει λοιπόν ο Μπέμπης τρία ποτήρια, τα γεμίζει νερό σε διαφορετικές στάθμες και τα χτυπά ένα-ένα. Ρωτά αυτός τώρα τον Χιώτη «Mανώλη ποιές είναι οι νότες;». «Πες μας εσύ..»απαντά ο Χιώτης. Τα χτυπά τότε ο Μπέμπης όλα μαζί και του λέει «Λα μινόρε..». Πιάνει ο Χιώτης το όργανο και παθαίνει την πλάκα του ήταν πράγματι λα μινόρε. Αυτές ήταν οι πλάκες που έκαναν μεταξύ τους. Υπήρχε και από τους δύο αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμός, παρά τις κόντρες τους πάνω στο πάλκο. Ο Χιώτης δήλωσε κάποτε στη Θεσσαλονίκη «Τα δάκτυλα τα δικά μας τρέχουνε όσο μπορούνε, του Μπέμπη όμως όσο ήθελε εκείνος...». Τσακώθηκαν μόνο μια φορά για την τραγουδίστρια την Μπέμπα Μπλανς. Ήτανε ο μεγάλος έρωτας και ο Μπέμπης δεν ήθελε να ακούει το παραμικρό για εκείνη.
Δούλεψε μετά το «Πιγκάλς»σε πολλά μαγαζιά. Στον Βραχάτη στην Πειραϊκή, στο Φαληρικό, στου Κεφάλα στην Κοκκινιά, στου Βλάχου, στην Πίνδο, στο «Ταμπού», στην Κομπαρσίτα. ΄Ηταν κλειστός χαρακτήρας και δεν του άρεσε να μιλά πολύ. Είχε πολύ μεγάλα δάχτυλα και ο χειρισμός της πένας του ήταν λαουτιέρικος χτυπώντας τις χορδές λίγο λοξά. Όπως έπαιζε το μπουζούκι έτσι έπαιζε και την κιθάρα, με φοβερή ταχύτητα γεμάτος ενέργεια.
Ένα ακόμη περιστατικό που αναφέρει ο φίλος του Χρήστος Λεβέντης στον Αλτή ήταν το εξής: To 1952 ήρθε στην Αθήνα για συναυλία ο Σεγκόβια στο θέατρο Ολύμπια. Ο Μπέμπης πήγε στη συναυλία και στο τέλος κατέβηκε στα καμαρίνια για να συγχαρεί τον Σεγκόβια. Περιμένοντας βλέπει την κιθάρα του Σεγκόβια και εντελώς αυθόρμητα αρχίζει να παίζει τα δικά του. Μόλις τον ακούει ο Σεγκόβια έμεινε με το στόμα ανοιχτό και ζήτησε από τον διερμηνέα του να γνωρίσει τον Στεργίου.
Η παρουσία του Μπέμπη στη δισκογραφία είναι ελάχιστη. Συχνά έλεγε «Δεν θα με κάνετε εμένα γραμμόφωνο. Όσοι θέλουν να με ακούσουν να έρθουν το βράδυ στο μαγαζί...».
Το 1946 πήρε μέρος στην ηχογράφηση του τραγουδιού «Το βουνό με το βουνό», παίζοντας μαζί με τον Χιώτη τις κιθάρες στο κομμάτι. Το πρώτο του τραγούδι ως συνθέτης ήταν το 1947 το τραγούδι «Για να βρω κλεισμένες πόρτες»σε στίχους του Β. Ταμβάκη, με τραγουδίστρια τη Σούλα Πασαλάρη. Το 1956 ηχογραφεί τις περίφημες «Πενιές Μπέμπη», με τις οποίες ο Πάνος Γεραμάνης ξεκινούσε την εκπομπή «Λαϊκοί βάρδοι»στο ραδιόφωνο. Παντρεύεται το 1954 την Ελένη Παπαδάτου την οποία γνώρισε το 1947 όταν έπαιζε με τον Πολυκανδριώτη στου Βραχάτη στην Πειραϊκή, με την οποία αποκτά δύο κόρες, την Πόπη και τη Σπυριδούλα. Αγαπούσε πολύ την οικογένειά του και η κόρη του αναφέρει στον Γιώργο Αλτή. «Του άρεσε να του χτενίζουμε τα μαλλιά, ήταε κοκέτης, άλλαζε τρία πουκάμισα την ημέρα, ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος...».
Το 1959 ακολουθεί την δρόμο της ξενιτειάς, όπως όλοι οι ρεμπέτες της εποχής. Πρωτοτραγουδά στο κέντρο «Κηφισιά»στην Νέα Υόρκη. Στις αρχές του 1960 ηχογραφεί τα γνωστά τραγούδια «Ο χάρος»και «Τα ζάρια»με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Επιστρέφει σε δέκα μήνες στην Ελλάδα, αλλά πολύ γρήγορα ξαναφεύγει για την Νέα Υόρκη. Στην Αμερική τον φωνάζανε Παγκανίνι.Εκεί όμως ξεκινά και η περιπέτεια με το αλκοόλ που τον οδήγησε τελικά στην καταστροφή.
Για αρκετά χρόνια πηγαινοερχόταν στην Αμερική. Την τελευταία φορά που πήγε οικογενειακώς, άρχισε να πίνει. Όταν έπρεπε να κλείσει δουλειά σε μαγαζιά που εργάζονταν με την Μπέμπα Μπλανς δεν άντεχε και τελικά δεν πήγαινε να παίξει. Ο Φώτης Πολυμέρης είχε κανονίσει να παίξει ο Μπέμπης ένα κιθαριστικό σόλο σε συναυλία του στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν. Εκείνη την ημέρα όμως ο Μπέμπης είχε πιεί πολύ και έπεσε να κοιμηθεί. Ο Πολυμέρης αναστατωμένος του τηλεφωνεί για να τον βρει και μετά από πολύ κόπο καταφέρνει να τον φέρει στην συναυλία όπου ο Μπέμπης έπαιξε καταπληκτικά!
Το 1965 γυρνά στην Ελλάδα μόνιμα. Το ποτό όμως είχε ήδη κλονίσει την υγεία του ανεπανόρθωτα. Δουλεύει κάποια βράδια στο κέντρο «Αριστοκράτισσα», αλλά δεν ήταν πια ο Μπέμπης που όλοι ήξεραν.
ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ
Το 1968 είχε έρθει στην πόλη μας στο κέντρο «Αλκαζάρ». Τον παρουσίασε ο Μπάμπαρης σε ένα Αλκαζάρ γεμάτο κόσμο. Όταν ήρθε η ώρα να βγει στο πάλκο, λέει στον Μπάμπαρη «Δεν μπορώ να παίξω, θέλω να φύγω..». Τελικά μετά από την πίεση του κόσμου κατάφεραν να τον μεταπείσουν. Δυστυχώς περιστατικά σαν κι αυτό στιγμάτισαν τα τελευταία χρόνια την καριέρα του. Η ζωή του ένα δράμα. Παραδομένος στο πιοτό, ευαίσθητος αλλά και περήφανος συγχρόνως καταλήγει μετά από πολλές περιπέτειες της υγείας του στο Κρατικό θεραπευτήριο στο Δαφνί, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών, φεύγει από τη ζωή το 1974.
Στις μέρες μας τραγούδια, άλλα και ντοκουμέντα από τη ζωή του Δημήτρη Στεργίου είναι περιορισμένα. Στο λαϊκό τραγούδι όμως, θα υπάρχει πάντα ο μύθος του Μπέμπη.
* Με το κείμενο αυτό κλείνει ο πρώτος κύκλος της σειράς «Ταξιδεύοντας στο Ελληνικό τραγούδι». Ο δεύτερος κύκλος ξεκινά με την εμφάνιση στη δισκογραφία του μεγάλου Στέλιου Καζαντζίδη το 1952 και θα κλείσει το 1960 με την εμφάνιση του Μίκη Θεοδωράκη.
Προς το παρόν σας εύχομαι καλό καλοκαίρι και ραντεβού -πρώτα ο θεός- το φθινόπωρο...