Επιμέλεια Νίκος Οικονομίδης
Τον Ιούνιο του 2004 είχα τη χαρά να βρεθώ στο Δημοτικό Θέατρο του Βόλου, στη συναυλία για τα 85 χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της «Σκάλας» του Μιλάνου’ με παρουσιαστή τον αείμνηστο Πάνο Γεραμάνη. Μάλιστα μετά από προτροπή του φίλου μου του Γιώργου Κοντογιάννη έζησα από κοντά το γλέντι που στήθηκε μετά, από τους συμμετέχοντες σε εκείνη τη συναυλία. Δεν πρόκειται βέβαια για την ξακουστή Σκάλα του Μιλάνου, που η μεγάλη Μαρία Κάλλας έγραψε ιστορία, αλλά για το καπηλειό του Στέφανου Μιλάνου πού έγραψε τη δική του ιστορία στο ρεμπέτικο τραγούδι. Μια ιστορία 87 ετών στον Βόλο, με πρωταγωνιστές τον Στέφανο Μιλάνο και τους γιους του, που έλαβε δυστυχώς τέλος το 2006.
Η «Σκάλα» δημιουργήθηκε το 1919 από τον Στέφανο Μιλάνο και τον γαμπρό του στην οδό Ερμού στον Άγιο Νικόλαο. Το μικρό κτίριο που στέγαζε το οινομαγειρείο γκρεμίζεται το 1978 και οι Μιλάνοι μετακομίζουν στην οδό Ιωλκού 83 και Αναλήψεως στο κέντρο του Βόλου. Nονός του μαγαζιού ήταν ο δημοσιογράφος της εφημερίδας « Θεσσαλία» Τάκης Οικονομάκης. Με ένα άρθρο του το 1938 παρομοίασε το ταβερνάκι του Μιλάνου με τη Σκάλα του Μιλάνου στην Ιταλία και από τότε έμεινε για το μαγαζί αυτή η ονομασία. Ο Στέφανος Μιλάνος ήταν μουσικός και από νωρίς μύησε τα παιδιά του, πρώτα τον Κάρολο και τον Νίκο και μετά και τον μικρότερο γιο του Στάθη στα μυστικά του ρεμπέτικου και σμυρνέικου τραγουδιού. Τ ο «Σκάλα» δεν προέρχεται από κάποια σκαλοπάτια του μαγαζιού, αλλά από τη λέξη σκάλωμα. Είναι αλήθεια πως όποιος πήγαινε στο ταβερνείο κόλλαγε, «σκάλωνε» που λέμε. Στο μαγαζί το βράδυ υπήρχε μια όμορφη μουσική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι Μιλάνοι αλλά και αρκετοί θαμώνες φίλοι του μαγαζιού που κουβαλούσαν τα μπουζούκια και τις κιθάρες τους . Πολλοί μάλιστα, έπαιζαν κρουστά με τα κουτάλια που είχαν στο τραπέζι τους. Ο Κάρολος και ο Νίκος το πρωί μαγείρευαν στην κουζίνα και το βράδυ μάγευαν με τις πενιές τους .
Το λαϊκό ταβερνάκι για δεκαετίες τάιζε τους λιμνεργάτες και τα φτωχαδάκια του Βόλου και της Νέας Ιωνίας με πολλά και φτηνά μαγειρευτά σπιτικά φαγητά. Από απλό οινομαγειρείο το μεσημέρι η «Σκάλα» μεταμορφωνόταν σε μπουάτ, ωδείο και σχολαρχείο με πρωταγωνιστές τους μάγειρες Κάρολο και Νίκο. Στο στέκι των Μιλάνων γαλουχήθηκαν και έμαθαν τις πρώτες νότες πολλά μουσικά φυντάνια της περιοχής. Το πρόγραμμα στη «Σκάλα» κρατούσε από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 1 μετά τα μεσάνυχτα. Αν κάποιοι θαμώνες ζητούσαν να παίξουν οι Μιλάνοι πέρα από το καθιερωμένο ωράριο ο Κάρολος τους έλεγε με νόημα «και αύριο μέρα είναι...». Το μαγαζί απέκτησε φήμη και στους τουρίστες της περιοχής και τα καλοκαίρια πολλές φορές οι ξένοι στο μαγαζί ήταν περισσότεροι από τους ντόπιους.
Οι Μιλάνοι ποτέ δεν έφυγαν από τον Βόλο και λέγανε χαρακτηριστικά πως στην Αθήνα θα γίνουν πρόβατα ενώ στην πόλη τους είναι άρχοντες. Ο Κάρολος που του άρεσε να αυτοσαρκάζεται έλεγε για την επιλογή τους αυτή «αν ξενιτευτούμε που ξέρεις μπορεί στο τέλος να μην βρούμε ούτε τις γυναίκες μας στο σπίτι...».
Δεν είχανε αυτοκίνητα, δεν είχανε ράδια και κασετόφωνα.Τα τραγούδια τα μαθαίνανε από στόμα σε στόμα από τους ναυτικούς και τους φαντάρους που έτρωγαν στο μαγαζί. Έτσι ο Κάρολος αποτύπωνε στο μυαλό του τα τραγούδια, είχε αυτό που λέμε φωτογραφική μνήμη, Ήξερε απ’ έξω 3000 τραγούδια και ο μεγάλος χαμός γινόταν όταν έβγαζε και το τετράδιο του πατέρα του Στέφανου.
Δέχτηκαν πολλές φορές προτάσεις από εταιρίες για να πάνε στην Αθήνα να δισκογραφήσουν τα τραγούδια τους . Αυτοί όμως απλοί και ολιγαρκείς δεν ενέδωσαν ποτέ . Όπως λέει όμως η παροιμία όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό... Κάποιοι φίλοι τους λοιπόν αποφάσισαν να φέρουν με δικά τους έξοδα, το στούντιο στη «Σκάλα» στο Βόλο. Το 1999 έγινε παρά την γκρίνια του Κάρολου ο ένας και μοναδικός δίσκος των Μιλάνων.
Οι Μιλάνοι δεν είχανε ποτέ λεφτά, ή καλύτερα δεν τα είχαν ποτέ καλά με τα λεφτά. Ο Κάρολος την περίοδο που ήτανε φαντάρος έπαιξε σε μαγαζιά εκτός Βόλου ως μπουζουξής. Πρόλαβε μάλιστα στο μικρό σχετικά διάστημα που έπαιξε να συνεργαστεί με αρκετά μεγάλα ονόματα όπως ο Τσαουσάκης, ο Μπιθικώτσης, ο Κίτσος, ο Τσιτσάνης, ο Τσομίδης και ο Μητσάκης. Τον Μητσάκη οι Μιλάνοι τον είχαν για χρόνια γραμμένο στον μαυροπίνακα του μαγαζιού για ένα χρέος σχετικά με ένα από τα πρώτα μπουζούκια που είχε πάρει εκείνος από τους Μιλάνους. Το όνομα τελικά σβήστηκε από τον πίνακα, όταν ο Μητσάκης σε συνέντευξή του μετά από χρόνια, αναφέρθηκε στην προσφορά των Μιλάνων στην εξέλιξη του ρεμπέτικου, αλλά και στην εξέλιξη του ίδιου ως μουσικού.
Από τους πρώτους ερευνητές που ανέδειξαν την ιστορία της Σκάλας του Μιλάνου, ήταν ο Ηλίας Πετρόπουλος στις αρχές της δεκαετίας του 70. Μετά από, πολλά χρόνια ο Άρης Σκιαδόπουλος στην εκπομπή του «Νυχτερινός επισκέπτης» στην ΕΡΤ παρουσίασε την ιστορία του μαγαζιού αλλά και βιντεοσκόπησε τους αδελφούς να παίζουνε με τις παρέες τους στη «Σκάλα».
Από τη «Σκάλα» περάσανε ως θαμώνες πολλοί θρύλοι του λαίκού μας τραγουδιού, όπως ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Καλδάρας, ο Γαβαλάς, ο Ζαγοραίος, ο Λεμονόπουλος,αλλά και νεότεροι, όπως ο Παπάζογλου, ο Κοντογιάννης, η Γαλάνη, η Αρβανιτάκη κ.α.
Τα σόλα του Κάρολου, αλλά και του Στάθη, πάνω στα κοπανιαμέντα του Νίκου μάγευαν τους φίλους του ρεμπέτικου στον γειτονικό Βόλο για δεκαετίες. Ο Στέφανος ο νεότερος συνεχίζει την παράδοση της οικογένειας σήμερα .
Η ιστορία της Σκάλας κλείνει το 2006 με τον θάνατο του Νίκου και ένα χρόνο αργότερα φεύγει από τη ζωή και ο Κάρολος. Ο Βόλος το 2004 πρόλαβε να τιμήσει τους Μιλάνους εν ζωή, μέσα από την πρωτοβουλία αγαπημένων φίλων. Ο Πάνος Γεραμάνης παρουσίασε την όμορφη συναυλία στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων, ο Τόλης Χάρμας, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Δημήτρης Κοντογιάννης, ο Γιώργος Ξηντάρης, ο Kώστας Καλαφάτης, ο Χρήστος Μητρέντζης το συγκρότημα της Τομπουρλίκας και άλλοι φίλοι των αδελφών Μιλάνου. Μετά τη συναυλία μια παρέα όλοι, όπως και κάθε βράδυ στην «Σκάλα», γλέντησαν μέχρι πρωίας αυτή τη φορά, τραγουδώντας με το μεράκι τους τα αγαπημένα τους τραγούδια.
Η τρέλα, ο ρομαντισμός, το κιμπαριλίκι των αδερφών Μιλάνου και η ιστορία αυτού του μαγαζιού, τροφοδοτεί σε όλους εμάς τη νοσταλγία για μια Ελλάδα που καθημερινά χάνεται...