Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Κολομβιανός δημοσιογράφος και συγγραφέας που ταξίδεψε στη Λατινική Αμερική εκατομμύρια αναγνώστες από όλο τον κόσμο κι έβαλε το είδος γραφής που έμελλε να γίνει γνωστό ως μαγικός ρεαλισμός στον λογοτεχνικό χάρτη, απεβίωσε την Πέμπτη σε ηλικία 87 ετών στο σπίτι του στο Μεξικό.
Ο Μάρκες, ο οποίος ξεκίνησε γράφοντας ρεπορτάζ για εφημερίδες, είναι ο δημιουργός του αριστουργήματος Εκατό Χρόνια Μοναξιά, μιας ονειρικής, επικής ιστορίας που συνέβαλε καθοριστικά να του απονεμηθεί το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982.
Ο συγγραφέας, ένας από τους γνωστότερους και πιο μεταφρασμένους λογοτέχνες παγκοσμίως, έπασχε από χρόνια προβλήματα υγείας και η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί τον Μάρτιο. Οι γιατροί του είχαν πει ότι έπασχε από πνευμονία. Του δόθηκε εξιτήριο οκτώ ημέρες μετά την εισαγωγή του, αλλά η κατάστασή του Γκαρσία Μάρκες παρέμενε εύθραυστη και υποβαλλόταν σε οξυγονοθεραπεία.
Ο Γκαρσία Μάρκες για τους πιο πολλούς ειδικούς είναι ο πατέρας του λογοτεχνικού είδους του μαγικού ρεαλισμού, το οποίο σημάδεψε την έκρηξη της λογοτεχνικής παραγωγής στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίας του 1960 και του 1970. Από τη γενιά του Μάρκες, μόνος επιζών απομένει ο Μάριο Βάργκας Γιόσα, ένας λογοτέχνης επίσης βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Οι δύο άνδρες, άλλοτε στενοί φίλοι, είχαν συγκρουστεί άγρια πολλές φορές.
Ο Μάρκες είναι ακόμη ο συγγραφέας πασίγνωστων βιβλίων όπως Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό Ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου (1981), Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας (1985) και άλλων.
Ο Γκαρσία Μάρκες —ή Γκάμπο, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι και οι θαυμαστές του— γεννήθηκε στην Αρακατάκα, μια πόλη στη βόρεια επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας, την 6η Μαρτίου του 1927. Από την παιδική του ηλικία στην πόλη αυτή, όπου τα έσοδα έφερναν κυρίως οι φυτείες μπανάνες, άντλησε έμπνευση για το λογοτεχνικό του έργο. Το Μακόντο, το διάσημο φανταστικό χωριό όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του μυθιστορήματός του Εκατό Χρόνια Μοναξιά, παραπέμπει ακριβώς στην Αρακατάκα.
Τα βιβλία του πιο γνωστού λατινοαμερικάνου συγγραφέα πούλησαν δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα. Αν και έγραφε ασταμάτητα νουβέλες και ιστορίες όπως το Ο Συνταγματάρχης Δεν Έχει Κανέναν Να Του Γράψει την δεκαετία του 1950 και του 1960, δυσκολεύτηκε για πολλά χρόνια να βρει τη φωνή του. Το έκανε όμως με δραματικό τρόπο στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, ένα βιβλίο που ο εκλιπών Κάρλος Φουέντες είχε αποκαλέσει κάποτε «τον λατινοαμερικάνικο Δον Κιχώτη». Ο Μάρκες συνέθεσε απίστευτα και υπερφυσικά συμβάντα με λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής και με τις πολιτικές πραγματικότητες της Λατινικής Αμερικής — άλλοτε κωμικές, άλλοτε τραγικές.
Ο ίδιος έλεγε πως προσπάθησε να γράψει όπως θυμόταν να λέει ιστορίες η γιαγιά του. «Έλεγε πράγματα που ακούγονταν υπερφυσικά και φανταστικά, αλλά τα έλεγε με απόλυτη φυσικότητα. Ανακάλυψα ότι αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να πιστέψω ο ίδιος και να γράψω με την ίδια έκφραση που τις έλεγε η γιαγιά μου: με πρόσωπο από πέτρα».
Τα βιβλία του Μάρκες σημάδεψαν μια εξαιρετικά ταραγμένη εποχή στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής — όταν το χάος ήταν το φυσιολογικό και η πραγματικότητα έμοιαζε να συνορεύει με το σουρεαλισμό.
Ο ίδιος έλεγε πως επηρεάστηκε βαθιά από τη Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα αλλά και από σημαντικούς προγενέστερους και σύγχρονούς του λατινοαμερικάνους συγγραφείς, όπως ο Μεξικάνος Χουάν Ρούλφο ή ο Αργεντινός Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ήταν ο Αμερικανός Ουίλιαμ Φόκνερ, είχε πει, εκείνος που τον ενέπνευσε να αναπαραστήσει με τον τρόπο που το έκανε «την ατμόσφαιρα, την παρακμή, την ζέστη» στο Μακόντο, το φανταστικό χωριό στο οποίο έδωσε το όνομα μιας μπανανοφυτείας λίγο έξω από την Αρακατάκα.
Όπως πολλοί από τους σύγχρονους του λατινοαμερικάνους λογοτέχνες, ο Γκαρσία Μάρκες αναμίχθηκε ενεργά στην πολιτική και φλέρταρε με τον κομμουνισμό.
Ταξίδεψε στην μετεπαναστατική Κούβα και ανέπτυξε μια στενή προσωπική φιλία με τον ηγέτη της, τον Φιδέλ Κάστρο. «Ένας άνθρωπος με απέραντο ταλέντο και τη γενναιοδωρία ενός παιδιού, ένας άνθρωπος για το αύριο», είχε γράψει ο Κάστρο για τον φίλο του το 2003. «Η λογοτεχνία του είναι απόδειξη της ευαισθησίας του και του γεγονότος ότι ποτέ δεν εγκατέλειψε τις ρίζες του, την λατινοαμερικάνικη έμπνευσή του, την πίστη του στην αλήθεια».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν απαγορεύσει στον Γκαρσία Μάρκες να εισέρχεται στη χώρα για μια δεκαετία αφού συνέβαλε να ιδρυθεί το γραφείο του επίσημου πρακτορείου ειδήσεων της Κούβας στη Νέα Υόρκη, ενώ η Ουάσινγκτον τον κατηγορούσε επίσης πως χρηματοδοτούσε αριστερούς αντάρτες στην πατρίδα του.
Παρά τη μεγάλη φήμη του ως αριστερού διανοούμενου, επικριτές του είχαν στηλιτεύσει το ότι δεν έκανε όσα πιθανόν μπορούσε για να συμβάλει να τερματιστεί ο ατέλειωτος εμφύλιος πόλεμος στην Κολομβία. Αντ' αυτού, εγκατέλειψε την πατρίδα του και μετανάστευσε στο Μεξικό. Η ανελέητη κριτική που ασκούσε στους πολιτικούς στην Κολομβία αντηχεί ακόμη στα αυτιά πολλών.
Καταδίκαζε απερίφραστα τον λεγόμενο πόλεμο των ναρκωτικών των ΗΠΑ, ο οποίος, όπως έλεγε, δεν είναι «τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο επέμβασης στη Λατινική Αμερική». Αργότερα πάντως ανέπτυξε μια φιλία με τον πρώην Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον.
Η αντιπαλότητά του με τον Βάργκας Γιόσα έμεινε στην ιστορία. Οι δύο λογοτέχνες, άλλοτε φίλοι, σταμάτησαν να μιλάνε μια ημέρα το 1976, αφού ήρθαν στα χέρια έπειτα από μια σύγκρουσή τους εξαιτίας —ανάλογα με το ποιον πιστεύει κανείς— των πολιτικών τους διαφωνιών ή της γυναίκας του Βάργκας Γιόσα.
Βαρύς καπνιστής το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Γκαρσία Μάρκες διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο στους λεμφαδένες το 1999, που όμως υποχώρησε μετά τη χημειοθεραπεία στην οποία είχε υποβληθεί.
Ο Γκάμπο, όπως ήταν γνωστός στους φίλους και τους θαυμαστές του, ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος τη δεκαετία του 1950, αρχικά στη βόρεια επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας απ’ όπου καταγόταν, προτού μεταβεί το 1954 σε μια από τις σημαντικότερες εφημερίδες της Μπογκοτά, την El Espectador.
«Το σημαντικότερο δίδαγμα του Γκάμπο προς έναν δημοσιογράφο είναι η άποψη από την οποία κοιτά (τα πράγματα). Το να παρατηρεί τη λεπτομέρεια όταν δεν συμβαίνει τίποτε, εκείνος είναι που μου το έμαθε», δήλωσε ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Λι Άντερσον σε ένα φόρουμ που διοργανώθηκε στη Μπογκοτά με την ευκαιρία των 87ων γενεθλίων του Μάρκες.
Το στυλ του ήταν «μοναδικό και πολύ ιδιαίτερο», με μια αίσθηση ειρωνείας η οποία προστίθεται στη λεπτομέρεια, σύμφωνα με τον Άντερσον.
Η θητεία του συγγραφέα στην Espectador σηματοδοτεί την απογείωση της δημοσιογραφικής του έμπνευσης. «Ήταν η πρώτη του μεγάλη εμπειρία ως δημοσιογράφος και ειδικός απεσταλμένος, ενός ανθρώπου που δεν είναι πια ένας μαθητευόμενος συγγραφέας», διηγείται ο παλιός του σύντροφος Χάιμε Αμπέγιο.
Ο Αμπέγιο, συνιδρυτής μαζί με τον Μάρκες του Ιδρύματος για μια νέα ιβηροαμερικανική δημοσιογραφία (FNPI), υπογραμμίζει ότι το πέρασμα του συγγραφέα από την εφημερίδα αυτή της Μπογκοτά του επέτρεψε να «αναπτύξει τα εργαλεία του δημοσιογράφου προκειμένου να αναζητήσει την ιστορία που είναι η πληροφορία».
Ο νυν διευθυντής της εφημερίδας, ο Φιδέλ Κάνο, θυμάται ένα άρθρο που είχε γράψει ο Μάρκες και το οποίο αποτέλεσε αργότερα την έμπνευση για μια νουβέλα του, την «Ιστορία ενός ναυαγίου».
«Η ιστορία του ναυαγίου όταν έφτασε στην Espectador ήταν ήδη παγωμένη, γιατί (ο ναυτικός) είχε ήδη μιλήσει παντού, όμως ο Γκάμπο τον συνάντησε και κάθισε μαζί του. Άρχισε να κοιτά αλλού και ανακάλυψε το μεγάλο σκάνδαλο του λαθρεμπορίου που κρυβόταν πίσω από το ναυάγιο», εξήγησε ο Κάνο.
Η δημοσιογραφική καριέρα του Μάρκες ήταν πολυσχιδής, καθώς υπήρξε ταυτόχρονα δημοσιογράφος, διευθυντής σύνταξης, παρουσιαστής της τηλεόρασης και χρονικογράφος.
Φεύγοντας από την Espectador εργάστηκε ως διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Venezuela Grafica στο Καράκας. Μετά την κουβανέζικη επανάσταση, της οποίας υπήρξε υποστηρικτής, εργάστηκε στο κουβανέζικο πρακτορείο Prensa Latina και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Μεξικό. Εκεί, έπειτα από κάποιες δημοσιογραφικές περιπλανήσεις ξεκίνησε να γράφει το αριστούργημά του «Εκατό χρόνια μοναξιάς».
Προτού τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982, ο Γκάμπο επανήλθε στη δημοσιογραφία με το αριστερό περιοδικό Alternative τη δεκαετία του 1970. Είκοσι χρόνια αργότερα έζησε την εμπειρία του παρουσιαστή τηλεόρασης στο κανάλι QAP.
Η τελευταία του εμφάνιση ως δημοσιογράφος ήταν το 1999 στη διάρκεια της ειρηνευτικής διαδικασίας μεταξύ της κολομβιανής κυβέρνησης και των ανταρτών FARC.
Όταν ίδρυσε το FNPI το 1994 στο λιμάνι της Καρθαγένης στην Κολομβία ο στόχος του ήταν πολλαπλός, όπως αφηγείται ο Αμπέγιο: «Είχε τρεις ή τέσσερις έγνοιες. Η πρώτη, η ίδια η δημοσιογραφία. Η δεύτερη, να κάνει κάτι για την Κολομβία. Η τρίτη, να έχει μια αφορμή να επιστρέψει στην Καρθαγένη και η τέταρτη, να δοκιμάσει τις ιδέες του για την εκπαίδευση».
Ο Άντερσον, καθηγητής στο FNPI επί 15 χρόνια, επισημαίνει ότι η σχολή αυτή είναι «θεμελιώδες» μέρος της κληρονομίας του συγγραφέα. «Δημιούργησε μια σχολή που υπάρχει ακόμη και που ασκεί σημαντική επιρροή σε όλη την ήπειρο. Σήμερα μιλάμε για την έκρηξη των χρονογραφημάτων στη Λατινική Αμερική (…) Είναι αυτό το δημοσιογραφικό είδος που προτιμούσε ο Γκάμπο, που υπερασπιζόταν, που υποστήριζε», διευκρινίζει ο Άντερσον, ανταποκριτής του περιοδικού New Yorker.
«Αυτόν που είχε κερδίσει τα πάντα στη λογοτεχνία, ακόμη και Νόμπελ, εξακολουθούσε να τον απασχολεί η δημοσιογραφία και η εκπαίδευση των δημοσιογράφων», υπογράμμισε Κάνο.
Άλλωστε, όπως έλεγε και ο ίδιος ο Μάρκες, η δημοσιογραφία «είναι το ωραιότερο επάγγελμα του κόσμου».
Ο Γκαρσία Μάρκες αφήνει πίσω την Μερσέδες Μπάρσα, με την οποία ήταν παντρεμένος για πάνω από 55 χρόνια, και τους δύο του γιους, τον Ροδρίγο και τον Γκονσάλο.