ΑΘΗΝΑ
«Νύχτα, υπόκοσμος, λαμόγια, μεσοαστοί υπάλληλοι, ένας ιδιοκτήτης φάμπρικας, ο αδελφός που εκπορνεύει την αδελφή του για να ζήσει «με αξιοπρέπεια». Μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας είναι έτσι. Από πού κι ως πού είναι περιθώριο;»
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης, γίνεται χειμαρρώδης όταν επιχειρηματολογεί στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, για τους σκοτεινούς χαρακτήρες της γκαγκστερικής ταινίας του «Μικρό ψάρι». Έκανε πρεμιέρα τον περασμένο μήνα στο διαγωνιστικό τμήμα του 64ου Φεστιβάλ του Βερολίνου, και βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 27 Μαρτίου.
«Η πιο ανοιχτή, σαφής και αυστηρή δραματουργικά ταινία μου», προσδιορίζει ο ίδιος.
Είναι η τέταρτη ταινία μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη, μετά το «Σπιρτόκουτο», την «Ψυχή στο στόμα» και τον ασπρόμαυρο «Μαχαιροβγάλτη» και φέρει τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της σκηνοθετικής ματιάς του Γιάννη Οικονομίδη: νατουραλισμό, σχέσεις ανθρώπων σε ένταση που αναπαράγουν λεκτική και σωματική βία, μεταγραφή μιας ζοφερής πραγματικότητας σε μια Ελλάδα ακραία, σκληρή, κυνική.
Με τον Βαγγέλη Μουρίκη, εξαιρετικό στον ρόλο του Στράτου (Στράτος είναι και ο ξένος τίτλος της ταινίας), ενός πληρωμένου δολοφόνου και γύρω του έναν λαβύρινθο προσώπων και καταστάσεων, που υποδύονται γνωστοί ηθοποιοί -Γιάννης Τσορτέκης, Γιάννης Αναστασάκης, Αλέκος Πάγκαλος, Μαρία Καλλιμάνη, Βίκυ Παπαδοπούλου- και τρεις ερασιτέχνες: ο σκιτσογράφος και καλός φίλος του σκηνοθέτη, Πέτρος Ζερβός, η υψίφωνος Σόνια Θεοδωρίδου και η δημοσιογράφος Πόπη Τσαπανίδου.
Ο Στράτος είναι πρώην κατάδικος, με πολλά χρόνια στη φυλακή για ένα έγκλημα πάθους που είχε διαπράξει στα νιάτα του. Όταν αποφυλακίζεται, πιάνει δουλειά σε ένα αρτοποιείο, ενώ την ημέρα εκτελεί συμβόλαια θανάτου. Αυτό που απασχολεί τον μοναχικό, σιωπηλό ήρωα είναι να ξοφλήσει το χρέος του, στον παλιό του συγκρατούμενο, έναν αρχινονό της νύχτας που μέσα στη φυλακή του πρόσφερε προστασία.
* Τι συνδέει την καινούργια σου ταινία με τις προηγούμενες, και σε τι διαφοροποιείται;
- Αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι η εξερεύνηση της ανθρώπινης συνθήκης υπό πίεση, οι οριακοί χαρακτήρες, ζητήματα αρχετυπικά όπως είναι η αγάπη, το μίσος, η ζήλεια, η προδοσία, η φιλοχρηματία. Όλα αυτά που εγώ ονομάζω «δραματουργία υψηλής θερμοκρασίας και βάθους», και μ' απασχολούν από το «Σπιρτόκουτο» μέχρι το «Μικρό ψάρι».
* Υπάρχει μια επαναληπτικότητα στους διαλόγους των ταινιών σου, που επανέρχεται και τους δίνει ένα στίγμα ιδιαιτερότητας. Γιατί επιλέγεις αυτόν τον τρόπο;
- Θεωρώ ότι αυτό είναι το λεξιλόγιό τους, έτσι μιλάει ο Έλληνας. Λέει τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο γιατί θέλει να κερδίσει χρόνο στη σκέψη του. Δεν νομίζω ότι επαναλαμβάνομαι. Αναφέρομαι σ΄ έναν πολιτισμό που το λεξιλόγιο του είναι 50 λέξεις- «γαμώτο, μαλάκας, να πούμε»-. Έναν πολιτισμό της πλήξης και της καφετέριας. Είμαι από τους ανθρώπους που κυκλοφορούν, κι όλο αυτά ακούω, το έχω βιώσει. Ακόμα κι η επανάληψη είναι στον τρόπο μας. 'Έχουμε το μεσογειακό ταπεραμέντο, είμαστε πολυλογάδες οι Έλληνες. Πού είναι η ένσταση; Κι οι ήρωες του Γούντι Αλεν τα ίδια λένε δεκαπέντε φορές. Προσωπικά νομίζω ότι μετέγραψα στις ταινίες μου αυτή την ιδιαίτερη ελληνική ιδιοσυγκρασία που διέπεται από χιούμορ ακόμα και από γελοιότητα. Πώς μιλάνε δηλαδή στις ταινίες μου; Εδώ κάποιες φορές ξεχνάνε ανοιχτά τα μικρόφωνα στη Βουλή και μ' αυτά που ακούμε, κοκκινίζουν ακόμα κι οι ήρωές μου.
* Οι χαρακτήρες που επεξεργάζεσαι, εμπνέονται από αυτό που λέγεται περιθώριο;
- Δεν μ' αρέσει η λέξη περιθώριο. Σε καμιά ταινία μου δεν δείχνω για παράδειγμα το τζάνκι που πεθαίνει στο πεζοδρόμιο, τον άστεγο στα χαρτόκουτα ή τον κλοσάρ που ψάχνει στα σκουπίδια. Ασχολούμαι μ' ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου, με τη μικροαστική τάξη λίγο πάνω, λίγο κάτω. Ο φούρναρης που δουλεύει ο Στράτος της ταινίας ή επίσης στο «Μικρό Ψάρι» ο μαφιόζος Πετρόπουλος (Γιώργος Γιαννόπουλος) δεν είναι περιθώριο. Αυτός μπορεί να είναι κι αντιδήμαρχος της περιοχής. Όσοι τον ονομάζουν περιθώριο, βρίσκουν μια εύκολη λύση για να βγάλουν τον εαυτό τους εκτός, και να νιώσουν καλά. Τι υποκρισία! Κάποιους με τους οποίους μίλησα, θεώρησαν ακραία τη σκηνή στην ταινία όπου ο Πετρόπουλος, ένας άνθρωπος της νύχτας, βασανίζει ένα ανθρωπάκι. Πώς το είχαν φανταστεί δηλαδή; Ωραιοποιημένο όπως στα σίριαλ; Έλεος, εθελοτυφλούν. Υπάρχουν ηχητικά ντοκουμέντα που μας ξεπερνάνε, κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, ας ψάξουν να τα βρουν. Απορώ πώς μετά τόσα χρόνια, μετά από τόσες ταινίες, παραμένει ταμπού στον ελληνικό κινηματογράφο να αναπαραστήσεις με ακρίβεια τον κόσμο που μας περιβάλλει. Δεν το καταλαβαίνω.
* Την ταινία σου την κατηγοριοποιείς σε μεσογειακό φιλμ νουάρ. Σε κάποια υποσύνολα όμως γύρω από τον ήρωα, αποδεκατίζεις την «αγία ελληνική οικογένεια».
- Διαθέτει ατμόσφαιρα νουάρ στο βαθμό που αντιπροσωπεύει μια χώρα μεσογειακή, της οποίας η κυρίαρχη μυθολογία είναι η οικογένεια. Δεν μπορείς να κάνεις μια γκαγκστερική ταινία με ατέλειωτο πιστολίδι, ούτε μια ταινία δρόμου, ούτε περιπλάνησης σε ατέλειωτα τοπία φύσης. Ακόμα κι οι Ιταλοί όταν κάνουν γκαγκστερική ταινία είναι γύρω από την οικογένεια. Το θέμα είναι πώς επεξεργάζεσαι δραματουργικά την οικογένεια. Επειδή και μια παρέα φίλων, οικογένεια είναι. Στην ταινία μου μεταγράφεται η οικογένεια χωρίς ηθογραφία και συμβολισμό αλλά με τα αρχετυπικά διακυβεύματα των ανθρώπινων σχέσεων.
* Ο πληρωμένος εκτελεστής, ο λίγο ονειρικός ήρωας, σπανίζει στον ελληνικό κινηματογράφο κι ακόμα περισσότερο στην ελληνική κοινωνία.
- Είναι ο πιο κινηματογραφικός χαρακτήρας απ' όλους στο «Μικρό ψάρι». Ο πιο μυθοπλαστικός, με τις λιγότερες ρεαλιστικές πινελιές σε σχέση με τους άλλους. Δεν αποκλείω φυσικά να υπάρχει εκεί έξω και κάποιος έτσι. Είναι δύσκολος ρόλος ο κόντρακτ κίλερ, δεν ήταν τόσο απλό να κερδίσουμε την ταινία.
* Πώς υποδέχτηκε η κριτική το «Μικρό ψάρι» στο Φεστιβάλ του Βερολίνου;
- Οι κριτικοί διχάστηκαν, κάποιοι την αγάπησαν, κάποιοι την απώθησαν. Στο κοινό άρεσε. Έγιναν τρεις - τέσσερις προβολές σε κατάμεστη αίθουσα και καταχειροκροτήθηκε.
* Με το ελληνικό κοινό, πιστεύεις θα επικοινωνήσει; Γιατί διαφορετικά μια ταινία λειτουργεί στις αίθουσες κι αλλιώς στα Φεστιβάλ.
- Οπωσδήποτε είναι ένα πρόβλημα γενικότερο του κινηματογράφου, το σινεμά είναι σε κρίση. Δυνητικά το «Μικρό ψάρι» θα μπορούσε να το δει η μισή Ελλάδα αν όχι όλη. Οι ταινίες μου είναι λαϊκές κι όπως έχει αποδειχθεί από την κίνησή τους στα DVD, στο διαδίκτυο, τις βλέπει ο Έλληνας, είναι κατανοητές, ταυτίζεται, συμφωνεί, διαφωνεί, αναγνωρίζει, τα αδέλφια, τον γείτονα, έχουν χιούμορ.
Το θέμα είναι αν σηκώνεται ο Έλληνας από τον καναπέ του να πάει στην αίθουσα να δει μια ταινία που δεν είναι σεξοκωμωδία».