Συνέντευξη στη Σοφία Ορφανιώτη
Τον Χρήστο τον γνωρίζω πολλά χρόνια. Αρχικά ως θεατής, αφού πάντα παρακολουθούσα, χωρίς να το επιδιώκω, απλά συνέβαινε, θεατρικές παραστάσεις στις οποίες συμμετείχε ως ηθοποιός και αργότερα τον γνώρισα καλύτερα μέσα από τη δουλειά μου και τη συνεχή και πετυχημένη δική του ενασχόληση σε επαγγελματικό επίπεδο πια με το θέατρο. Ο Χρήστος Χαλβατζάρας είναι ιδιαίτερα γνωστός στο θεατρόφιλο κοινό της πόλης, αφού επί 28 χρόνια υπηρετεί το θέατρο, αθόρυβα αλλά με αρχές και κυρίως με απαράμιλλο ήθος. Η πρώτη του επαφή με το θεατρικό σανίδι έγινε ερασιτεχνικά, συμμετείχε σε διάφορες θεατρικές ομάδες, για να ασχοληθεί στην πορεία επαγγελματικά με μια δουλειά που όπως λέει και ο ίδιος υπεραγαπά.
Ο Λαρισαίος ηθοποιός τα τελευταία χρόνια ανήκει στο δυναμικό του Θεσσαλικού Θεάτρου, αφού ο καλλιτεχνικός διευθυντής κ. Κώστας Τσιάνος, του δίνει ρόλους που τους ενσαρκώνει με επιτυχία καταθέτοντας κάθε φορά την ψυχή του.
Την τελευταία φορά τον συνάντησε το θεατρικό κοινό στην «Οικογένεια Τοτ» όπου ερμήνευσε για πολλούς θεατές, εκπληκτικά τον ρόλο του γιατρού.
Το θεατρικό του παρελθόν ξεκινά τρεις δεκαετίες πριν, εντελώς ανύποπτα -ερασιτεχνικά με μια ομάδα στο Γαλάτσι, όπου ζούσε τότε με την οικογένεια του.
Στη συνέχεια στη Μυτιλήνη συμμετείχε με άλλα σχήματα σε διάφορες παραστάσεις, πάντα όμως σαν μια δεύτερη επιλογή μέχρι και το 2002.
Για να ακολουθήσει στην πορεία η σοβαρή και επαγγελματική του σχέση με το θέατρο το οποίο λατρεύει και ασπαζόμενος τα λόγια του Λόρκα θα πει: Το θέατρο είναι ένα από τα πιο εκφραστικά και χρήσιμα μέσα για το χτίσιμο μιας χώρας και το βαρόμετρο που δείχνει την ακμή και την παρακμή. Ένα θέατρο ευαίσθητο και καλά προσανατολισμένο σε όλα του τα είδη από την τραγωδία, ως το κωμειδύλλιο μπορεί να αλλάξει μέσα σε λίγα χρόνια την ευαισθησία ενός λαού».
Ο δρόμος του θεάτρου είναι μακρύς και δύσκολος, ο Χρήστος συμμετέχει ερασιτεχνικά με διάφορους ρόλους στις θεατρικές σκηνές του «Θεάτρου Τεχνών» της πόλης, του «Μικρού Θεάτρου», του Θεάτρου «Όψεις» της Καρδίτσας, της Ερασιτεχνικής Σκηνής του «Θ.Θ.», ενώ ήταν αυτός που δημιούργησε στη Λάρισα την Ερασιτεχνική Σκηνή «Ονείρων Θαύματα».
Κάνοντας τον απολογισμό έπαιξε σε περισσότερες από 30 θεατρικές παραστάσεις και συμμετείχε σε μουσικοθεατρικές και ποιητικές βραδιές, ενώ σήμερα είναι και μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ηθοποιών.
Μιλά συνεχώς για το πάθος του, που δεν είναι άλλο από την τέχνη του θεάτρου, την οποία όμως για να την υπηρετήσει κάποιος στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, αναγκάζεται για βιοποριστικούς λόγους- όπως κάνουν άλλωστε και πολλοί ακόμη συνάδελφοι του- να κάνει και μια δεύτερη δουλειά.
«Είναι τρομερά δύσκολο στην εποχή της κρίσης να βιοπορίζεται κανείς από την τέχνη, τα χρήματα δεν αρκούν, περισσότερο δε αν έχεις οικογένεια, όπως εγώ και οι υποχρεώσεις είναι πολλές. Μακάρι να είχαμε δουλειά όλο το χρόνο. Στην επαρχία θα δουλέψεις τέσσερις μήνες και αν είσαι τυχερός οκτώ. Είμαστε όμως ελεύθεροι επαγγελματίες και έτσι εκ των πραγμάτων πρέπει να κάνουμε και δεύτερη δουλειά.
Η πραγματικότητα όμως είναι μια: Η μεγάλη μου αγάπη για το θέατρο, που είναι και η προτεραιότητα μου, καθορίζει κάθε τι γύρω από τα επαγγελματικά μου. Θα ήταν πολυτέλεια στη σημερινή εποχή να ζει κάποιος από το θέατρο και μόνο, ακόμη και στην Αθήνα που η αγορά είναι μεγάλη κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Στη Λάρισα είμαστε τυχεροί διότι υπάρχει το Θεσσαλικό Θέατρο που δίνει δουλειά σε ντόπιους ηθοποιούς».
Στη συζήτηση μας αναφέρει έννοιες, όπως προσωπική αναζήτηση, μελέτη, γνώση, παρατήρηση, τις οποίες και πιστεύει επισημαίνοντας ότι «ο κάθε δημιουργός μέσα από τη δουλειά του έχει την υποχρέωση να οδηγεί το κοινό σε δρόμους αληθινούς, γνήσιους και αυθεντικούς».
Είναι αρκετά επικριτικός με την τηλεόραση, που «ταΐζει» όπως λέει το κοινό με αθλιότητες και όταν αυτό έχει ανάγκη να ξεφύγει μέσα από ένα ποιοτικό πρόγραμμα, αυτή του σερβίρει κάθε τι εξευτελιστικό... Αντίθετα το θέατρο βοηθά τον άνθρωπο να σκέφτεται, να γελά και όχι να χαχανίζει, να σαρκάζει και όχι να χασμουριέται, να κινείται και όχι να παραμένει στάσιμος, να υποτάσσεται, να γίνεται τολμηρότερος... Το θέατρο χαλαρώνει τον άνθρωπο, τον προβληματίζει, τον ψυχαγωγεί και βέβαια τον λυτρώνει!
Τον ρωτώ γιατί επέλεξε να ασχοληθεί με το θέατρο και μου απαντά «Στο θέατρο με οδήγησε η ψυχή μου και όλα όσα κρύβω μέσα μου και ψάχνουν διέξοδο να εκφραστούν. Ειδικά τώρα στην εποχή της κρίσης των αξιών, ο δρόμος προς το θέατρο, είναι ένα ταξίδι στη γνώση και στην ανάγκη για επικοινωνία, επαφή, ένα παράθυρο στο όνειρο, το θέαμα, την ελπίδα, την εσωτερική κάθαρση. Είναι το κλειδί για απόδραση από τη συμβατικότητα, την υποκρισία, την απάτη αυτών που μας περιβάλλουν για να βρούμε την αλήθεια... Η πρώτη επαφή είχε αρχίσει από τα παιδικά μου χρόνια, όπου ο αγαπημένος μου θείος με έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε να δω παιδικό θέατρο. Ένα σεμινάριο όμως με εισηγητή τον Σωτήρη Χατζάκη τον διευθυντή του ΚΘΒΕ στάθηκε η αφορμή να ασχοληθώ πια επαγγελματικά με το θέατρο.
Προσπαθεί μέσα από το διάλογο να μας βάλει έστω και νοερά στην περίοδο που γίνονται οι πρόβες που αν και κοπιαστική έχει τη δική της μαγεία... Για κείνον είναι εξόχως συναρπαστική η αίσθηση να διαβάσεις κάτω από τις γραμμές. Και στο Θεσσαλικό Θέατρο επισημαίνει «όλοι όσοι δουλεύουμε εκεί έχουμε την τύχη στην προετοιμασία, όχι μόνο να κάνουμε πρόβες αλλά και να περνάμε καλά και αυτό χάρη στο μεγάλο δάσκαλο» όπως αποκαλεί τον Κώστα Τσιάνο.
Η καλύτερη συνεργασία για κείνον δεν θα μπορούσε παρά να είναι αυτή με τον Κώστα Τσιάνο, τον οποίο θαυμάζει απεριόριστα, γιατί γνωρίζει άριστα όπως λέει την τέχνη της σκηνοθεσίας. «Ως Θεσσαλός ηθοποιός είχα την τιμή να ανήκω στις επιλογές του Θεσσαλικού Θεάτρου και ειδικότερα του σημερινού καλλιτεχνικού διευθυντή. Ένα όνειρο μου, να με σκηνοθετήσει ένας από τους ιδρυτές του και επίσης ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της γενιάς του, εκπληρώθηκε.
Ο Κώστας Τσιάνος είναι ένας θεατράνθρωπος που θαυμάζω και εκτιμώ απεριόριστα. Τον θεωρώ δάσκαλο μου, ακόμα και εν αγνοία του σε παλιότερους χρόνους όταν παρακολουθούσα παραστάσεις του. Επίσης θα ήταν μεγάλη μου παράλειψη αν δεν ανέφερα τους τεχνικούς του «Θ.Θ.», αυτή την ήρεμη δύναμη. Πάντως όπως και αν έρθουν οι καταστάσεις θα υπηρετώ το «Θ.Θ.», ακόμη και όταν δεν θα είμαι στις επιλογές του, για κάποιους από μας ήταν και θα είναι το σχολείο μας».
Επίσης θυμάται την συνεργασία του με τον Γιάννη Διαμαντόπουλο στην παράσταση «Μπαμπάδες με ρούμι» που τον έστειλε να εκπροσωπήσει το «Θ.Θ.» σε ένα Φεστιβάλ στην Κάτω Ιταλία, με έναν μονόλογο από την «Ορέστεια» του Αισχύλου στα Αρχαία Ελληνικά.
Μέσα από το ερασιτεχνικό θέατρο έλαβε το βραβείο του Α’ ανδρικού ρόλου, στο Φεστιβάλ του Ζωγράφου, για το ρόλο του διευθυντή σκηνής με το έργο «Η μικρή μας πόλη» σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Κολώνα.
Η κουβέντα μας κυλά γρήγορα και ενώ μου μιλά για έργα, παραστάσεις τον ρωτώ πόσο εκπαιδευμένο είναι το λαρισαϊκό κοινό στο να παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις. Και απαντά «Οι Λαρισαίοι αγαπούν το θέατρο και αυτό επιτεύχθηκε χάρη στην έντονη και συνεχή παρουσία του Θεσσαλικού Θεάτρου, που περιόδευε στα χωριά του νομού δημιουργώντας θεατρική συνείδηση».
Κλείνοντας τη συζήτησή μας του ζητώ να μας μιλήσει για τα θεατρικά του όνειρα, λέγοντας ότι ο ίδιος είναι απλά ένας στρατιώτης του Θεσσαλικού Θεάτρου, ενώ κάποια στιγμή είχε επαγγελματικές προτάσεις να φύγει από τη Λάρισα, δεν το έκανε για οικογενειακούς λόγους. Το όνειρο του είναι να συμμετέχει σε καλές δουλειές και να συνεργάζεται με ειλικρινείς και άξιους ανθρώπους.
Όσο για το τι εύχεται, ολοκληρώνοντας την σκέψη του λέει «Δυστυχώς άλλοι ορίζουν την πολιτιστική ταυτότητα της χώρας, της πόλης και να ήθελα δεν θα μπορούσα να αλλάξω κάτι, το μόνο που θα ζητούσα θα ήταν να στηρίζουν οι ιθύνοντες την τέχνη –θέατρο, διότι μέσα από αυτά ανακαλύπτουμε πράγματα για μας, για την κοινωνία, για τους ανθρώπους που ζουν γύρω μας. Γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι!