Ο κύκλος του Ανδρέα Χριστοδούλου στις προβολές του σινέ-Μύλος και στην Κινηματογραφική Λέσχη στο «Χατζηγιάννειο» έκλεισε. Ο ακούραστος εργάτης της 7ης Τέχνης και η ζωντανή ιστορία της εξέλιξης της κινηματογραφικής τεχνολογίας δε θα συνεχίσει να είναι στο καμαράκι προβολής.
Όπως του είπαν από τον Δήμο Λαρισαίων, η σύμβασή του δε θα ανανεωθεί, κι ας ήθελε ακόμα 2-3 χρόνια να βγει στη σύνταξη. Αλλά έτσι είναι αυτά και ο Ανδρέας το ξέρει.
Αυτό που δεν ξέρει είναι τι θα κάνει με την τεράστια συλλογή του. Συλλογή με αντικείμενα από τον πατέρα του ακόμη, τότε που οι μηχανές προβολής ζύγιζαν εκατοντάδες κιλά και το φιλμ έπρεπε να το κολλάς το ένα πίσω από το άλλο σε ειδικό μηχάνημα για να προκύψει η ταινία ολοκληρωμένη. Κι έπειτα πάλι να το ξεκολλάς για να το ξαναβάλεις στις ειδικές θήκες.
«Μια ζωή μέσα στους σινεμάδες ήμουν» λέει ο Ανδρέας στην «Ε». Εκεί μέσα γεννήθηκα κι εκεί μέσα μεγάλωσα. Κι από εδώ μέσα ήλπιζα ότι θα βγω στη σύνταξη. Δεν ήθελα και πολύ, κάνα δυο-τρία χρόνια» θα πει με βλέμμα χαμηλωμένο και κοιτώντας ένα παλιό δημοσίευμα της «Ε» για τον ίδιο. Στη φωτογραφία εκείνη, βέβαια, χαμογελούσε. Χαμογελούσε γιατί έκανε αυτό για το οποίο γεννήθηκε να κάνει. «Μου είπαν ότι δε γινόταν να ανανεωθεί η σύμβαση και να μαζέψω τα πράγματά μου. Αλλά πώς να μαζέψεις συλλογές και αντικείμενα μιας ζωής. Παρακάλεσα να μου αφήσουν λίγες μέρες προθεσμία, ώστε να μπορέσω να βρω μια λύση για τα τόσα πράγματα...».
Ο Ανδρέας Χριστοδούλου έχει στην κατοχή του πολύτιμα και σπάνια εξαρτήματα, αλλά και συλλεκτικές αφίσες που ζήτημα αν υπάρχουν ανάλογης ποσότητας και σπανιότητας σε όλη την Ελλάδα.
Ανδρέα, πώς βρέθηκες με τόσο πλούσιο υλικό, η ερώτηση, για να μας πει ότι: «Ο πατέρας μου δούλευε στα Διονύσια, εγώ εκεί μέσα γεννήθηκα. Το 1992 έκλεισε ο κινηματογράφος και επειδή ο ιδιοκτήτης μού χρωστούσε αρκετά χρήματα, πήρα τον εξοπλισμό κι έτσι έγινε η... εξόφληση. Στα Διονύσια είχαμε δύο μηχανές, στη μικρή πέταξα το φανάρι, προσάρμοσα ένα άλλο και έπαιζα σε πόλεις και χωριά όλου του νομού και όχι μόνο. Μου έστελναν τις ταινίες, μαζί μου έστελναν και τις αφίσες. Κι εγώ τις κρατούσα και τις κρατούσα και έφτασα να γεμίσω ολόκληρα δωμάτια με δαύτες. Και όπως μου λένε τώρα φίλοι και άνθρωποι που ξέρουν, έχουν μεγάλη συλλεκτική αξία...».
«Κι από μηχανές;» θα τον ρωτήσουμε: «Από μηχανές... Άλλο τίποτα. Σκέψου μόνο ότι μου είχε δώσει και ο συγχωρεμένος ο Μπαρμπής τη δική του μηχανή, είχα κι εγώ μια άλλη ρώσικη και γύρισα μ’ αυτές όλη την Ελλάδα. Του Μπαρμπή τη μηχανή την έχω και τη φυλάω στο υπόγειο του θερινού σινεμά. Έχω και μια άλλη, μια σινεμεκάνικα, μηχανή-διαμάντι που με παρακαλάνε να τους την πουλήσω. Αλλά δε θέλω, δε μου πιάνεται που λέμε. Αυτό που θα ήθελα εγώ είναι όλα αυτά να περιέλθουν στην κατοχή του Δήμου, αλλά αν δεν μπορέσει ο Δήμος να την αγοράσει, τότε θα αναγκαστώ να την πουλήσω και θα φύγει από την πόλη και αυτό δεν το θέλω. Αυτά τα απέκτησα με αγώνα και με ιδρώτα, χάλασα πολλά λεφτά για να έρθουν στην κατοχή μου».
Ο Δήμος Λαρισαίων αγοράζοντας το υλικό από τον Ανδρέα θα είχε στην κατοχή του αντικείμενα που εύκολα θα μπορούσαν να συγκροτήσουν και να γεμίσουν ένα Μουσείο Κινηματογράφου. Κι ο Ανδρέας δε θα αναγκαστεί να τα δώσει για ανακύκλωση και ο Δήμος θα έχει στην κατοχή του υλικό για ένα νέο μουσείο στην πόλη!
Ανδρέα, στεναχωριέσαι που ο κύκλος αυτός κλείνει, θα τον ρωτήσουμε... «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, πρέπει να μαζέψω τα πράγματα και τρελαίνομαι». Πώς να μαζέψεις, άλλωστε, τα απομεινάρια μιας ολόκληρης ζωής;