Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
Αγάθη Βαρμάζη Φιλόλογος, Γιώργος Γιαννούσης Ψυχοθεραπευτής, Θωμάς Παπαλιάγκας Δικηγόρος και ο συγγραφέας του βιβλίου. Την εκδήλωση διοργανώνουν οι εκδόσεις «Ο Μωβ Σκίουρος», το Ινστιτούτο Συμβουλευτικής & Ψυχοθεραπείας ΝΗΜΑ και το βιβλιοπωλείο Καλτσάς.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Μεσοπόλεμος. Το Λεμονιώ, από την Ικαρία, πρόσφυγας σαν δουλικό στην Αθήνα. Είναι δεκατεσσάρων; Δεν είναι; Πόλεμος του ’40. Κατοχή. Άνεργη. Καταφυγή της η επιστροφή στον Κόκκινο Βράχο. Μια οργάνωση αντιμεταξική, σπάργανο του ΕΑΜ, τη βοηθά με τα καΐκια της.
Πείνα, κατακτητές, δωσίλογοι, νέα προσφυγιά στη Μέση Ανατολή. Έρμαιο των γεγονότων της ώσπου να βρει κάποιον να κάνει την τύχη της. Το όνομα αυτού Σταύρος, από την Πέραμο. Πρόσφυγας, το 1919 στην Κωνσταντινούπολη, στην Καβάλα, στα Ιεροσόλυμα, στα παιχνίδια των Άγγλων. Ποιος είναι, πού πηγαίνει και γιατί; Ακόμη και στον γάμο του με το Λεμονιώ στη Χάιφα... Πρόσφυγας ή κουρασμένος;
Στη Βηρυτό και στη Δραπετσώνα. Αθώος ή αμαρτωλός; «Εκείνο που δεν της άρεσε ήταν ο περίβολος της εκκλησιάς. Ήταν στριμωγμένη η εκκλησιά σε κάτι χαμόσπιτα, πριν το κέντρο της Χάιφα. Δεν τη σκότιζε μα δεν της άρεσε. Είχε αφήσει τις γυναίκες να τη στολίσουν όπως θέλανε. Άκουγε τα λόγια τους και τα υπονοούμενά τους, μα τι να πει... Τ’ ακούει αυτά η νύφη, μα τα ακούει μαζί με βιολιά και ζουρνάδες, έξω από το παραθύρι της σαν ντύνεται. Έτσι τα έφερε η ζωή. Έτσι ας γινόταν... Τι ήθελε και τι δεν ήθελε, τα ’χεαφημένα από παιδούλα, όταν στάλθηκε μονάχη, δουλικό, για την Αθήνα. Ας μην κοροϊδευόταν, από τότε είχε αρχίσει η προσφυγιά της. Κατοπινά, το ’41, άντε πίσω στην Ικαρία, σπρωγμένη από την πείνα. Κι από ’κεί με μια χρυσή στον βαρκάρη, ξεβράζεται στην Τουρκία. Μ’ ένα μαύρο κι άραχλο τρένο στην Παλαιστίνη. Μα δεν τη μέλει, έτσι και γενείς πρόσφυγας, μαζί με τ’ άλλα χάνεις και την ψυχή σου. Τώρα ένας γάμος, ένας παράδεισος, λιγάκι άβολος, της ξανοιγόταν. Τι θα έκαμε; Θα τον έφερνε βόλτα. Ποιος είπε πως στον Παράδεισο φτεροκοπούν άγγελοι; Δυστυχισμένοι, έλεος ζητούντες, σούρνονται.... Και πώς το είπε του Σταύρου: “Σε ακολουθώ, όπου θαρρείς. Μια νέα ζωή, πάρε τα χαλινάρια μα μη με ζέψεις’’».