«Δεν είναι καθόλου τυχαία η εξαιρετική φράση του Διονύση Σαββόπουλου «Ο Τσιτσάνης είναι η μόνη Ελληνική επανάσταση που πέτυχε...». Δεν είναι επίσης καθόλου τυχαίο πως ο Γιάννης Τσαρούχης τακτικά επισκεπτόταν το «Χάραμα», το ιστορικό κέντρο όπου ο Τσιτσάνης έπαιζε μουσική με παραδειγματική επιμονή και συνέπεια για πάρα πολλά χρόνια - και αρκετές φορές χόρευε μπροστά του ένα ζεϊμπέκικο με τρόπο συγκινητικό, τιμώντας τον μεγάλο μουσικό. Ο Βασίλης Τσιτσάνης πήρε το ρεμπέτικο και το σμυρνέικο τραγούδι από τους λαμπρούς προπάτορες -με προεξάρχοντες τον Παναγιώτη Τούντα και τον Μάρκο Βαμβακάρη- και το εξέλιξε σε τραγούδι εθνικό:
Όταν λέμε «Λαϊκό Τραγούδι», μπροστά μας υψώνεται το μεγάλο έργο του Τσιτσάνη. Για να φθάσει στις απάτητες κορφές της τέχνης του ο Τσιτσάνης «έστησε αυτί» στην εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική, στη Δημοτική μουσική Παράδοση όπως και στην Κλασσική μουσική. Η Θεσσαλία, η ιδιαίτερη πατρίδα του, «ακούγεται» πεντακάθαρα στις συνθέσεις του, όπως και η βυζαντινή μονωδία, η Όπερα και το Ελαφρό Τραγούδι - ο μεγάλος μάστορας όλα τα ενοποίησε στο έργο του, με τρόπο μοναδικό.
Η «επανάστασή» του ενεργοποίησε τους μεγάλους επόμενους - λαϊκούς και έντεχνους: Από τον -Τρικαλινό επίσης- μέγιστο συνθέτη Απόστολο Καλδάρα ως τις συγκλονιστικές δημιουργίες (κάτω από το φως της πραγμάτωσης της Ελληνικής Εθνικής Σχολής) του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου κι όλων των άλλων σημαντικών Ελλήνων συνθετών, το ελληνικό τραγούδι χρωστά στον Βασίλη Τσιτσάνη την ολοκλήρωσή του και την ανάδειξή του σε ένα από τα σπουδαιότερα στον κόσμο υποδείγματα Τραγουδοποιίας.
Η ιδιοφυής οπτική του Τσιτσάνη συνεχίζει να δείχνει τον δρόμο και τον τρόπο για τη δημιουργία ενός έργου συγχρόνως εθνικού και διεθνούς, ενός έργου με ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα και αυθεντικό κοσμοπολιτισμό. Όπως ακριβώς είναι (και οφείλει να παραμείνει) ο Ελληνισμός στην καλύτερη εκδοχή του» κατέληξε ο Περιφερειάρχης.