Ο φιλόλογος Στέλιος Καραφέριας αναφέρθηκε στη λογοτεχνική μαεστρία της συγγραφέως που έγραψε ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί, σημειώνονται μεταξύ άλλων ότι «Το βιβλίο της συγγραφέως «Στις φλόγες του πολέμου και του έρωτα» είναι ένα λογοτεχνικό πόνημα που δεν υπάρχουν πολλά όμοια του στην ελληνική λογοτεχνία. Η συγγραφέας καταφέρνει με λογοτεχνική μαεστρία να τρυπώνει στις σελίδες ενός πολεμικού μυθιστορήματος τον έρωτα. Η εξιστόρηση των γεγονότων γίνεται με απλό τρόπο στη δημοτική γλώσσα δίχως περίτεχνα και συχνά δυσκολονόητα σχήματα λόγου. Ο ρυθμός της ανάγνωσης είναι ταχύς και συνεπαίρνει τον αναγνώστη, ο οποίος προσδοκά να διαβάσει στις επόμενες σελίδες την εξέλιξη της ιστορίας. Αυτό είναι και το στοιχείο που κάνει το βιβλίο να διαβάζεται απνευστί. Πρόκειται για ένα συγγραφικό έργο το οποίο προσφέρει στον αναγνώστη του ακέραιο το λεπταίσθητο έργο της εικονολογικής περιγραφής, προσφέρει τη δύναμη και την ενάργεια της μεταφοράς τα οποία χαρακτηρίζουν την πένα της λογοτέχνιδος. Το μεγαλύτερο, εν ολίγοις προτέρημα του απολαυστικού αυτού βιβλίου δεν έγκειται μονάχα στο αναπάντεχο πάντρεμα των πολεμικών κατορθωμάτων και του ερωτισμού, σε μια κρίσιμη μεταβατική εποχή όπως ήταν τα χρόνια της δεκαετίας του ’40 αλλά έγκειται και στην οξυδερκή ματιά μιας συγγραφέως, η οποία παντρεύοντας τη γλώσσα της λογοτεχνίας με την περιγραφή πολεμικών γεγονότων προσφέρει ένα κείμενο που υπερβαίνει αυτά τα δύο είδη, δίνοντας ζωή στα γραφόμενά».
Από την πλευρά του ο δημοσιογράφος Γιάννης Σιούλας στάθηκε ιδιαίτερα στη συγγραφική δεινότητα της συγγραφέως ιδιαίτερα στις σκηνές των μαχών χαρακτηρίζοντας το μέγα επίτευγμα και προϊόν ενδελεχούς έρευνας τονίζοντας χαρακτηριστικά «Η βάση της μυθιστορηματικής εξιστόρησης του βιβλίου της κ. Βουζούλια αντλείται από τις διηγήσεις του πεθερού της για τα χρόνια που υπήρξε μαχητής του Ιερού Λόχου. Ωστόσο το πρωτογενές αυτό υλικό ζυμώνεται με μια εξαντλητική έρευνα για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, τις εντάσεις, τις απογοητεύσεις, τις μικρές και μεγαλύτερες επιτυχίες στον αγώνα για την απελευθέρωση, αλλά και την πορεία του κεντρικού ήρωα από τα μέτωπα του πολέμου στις αναμετρήσεις με τα μέτωπα του έρωτα και της ζωής. Αυτό το κρίσιμο δίπολο που ορίζει τις υπάρξεις των ανθρώπων, σε ιστορικές καμπές της ζωής τους, όπως ακριβώς η ίδια η ζωή και ο θάνατος. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός πώς μια γυναίκα καταφέρνει να περιγράψει τόσο άμεσα, με λόγο ρέοντα και εξαιρετικά ενδιαφέροντα, μάχες, τακτικές εκπαίδευσης στρατιωτών, επιχειρήσεις καταδρομικές. Είχα την αίσθηση διαβάζοντας το μυθιστόρημα, στα κεφάλαια αυτά, πως δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν καλύτερα από άνδρα που τα έζησε και επιχείρησε λογοτεχνικά να τα αποδώσει και να τα αφήσει, ως παρακαταθήκη, σε όλους εμάς. Επίτευγμα μέγα, που ασφαλώς πρέπει να πιστωθεί στις αρετές της αφηγηματικής δεινότητας και της ενδελεχούς έρευνας της συγγραφέως. Ένα ακόμη στοιχείο που είναι αδύνατον να διαλάθει της προσοχής του αναγνώστη, είναι ασφαλώς η περιγραφική προσέγγιση των στιγμών της ερωτικής εξέλιξης του κεντρικού ήρωα. Δεν θα διακρίνει κανείς στο ύφος και τον τρόπο γραφής, μια γυναικεία προσέγγιση, αλλά έναν απέραντο σεβασμό στην ανδρική συνθήκη εκείνης της εποχής. Εντέλει έναν απέραντο σεβασμό στο βίωμα, τις σκέψεις και τη νοοτροπία του ήρωα της που αφηγείται, σε πρώτο πρόσωπο, τη ζωή του». Αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασε η αρχιτέκτονας Δέσποινα Παυλίδου, ενώ και η συγγραφέας είχε την ευκαιρία να μιλήσει με το αναγνωστικό κοινό. Την εκδήλωση συντόνισε ο Γιάννης Λίταινας.