Ο Αλεξάντερ Πέιν λέει για τις ταινίες του ότι είναι κωμωδίες. Ο Άντον Τσέχοφ έλεγε το ίδιο για τα θεατρικά του έργα με τη γλυκόπικρη «ειρωνική» τους τρυφερότητα αναφορικά με καταστάσεις που μπορεί να βιώνουμε, όπως στις σχέσεις μας, τις αντιφάσεις (μας), αντιξοότητες κτλ. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να λέει ότι δεν πιστεύει στον Θεό και κάποια στιγμή οι πράξεις του μπορούν να αποδείξουν ακριβώς το αντίθετο. Ή, ας πούμε, κάποιος μπορεί να μιλά για τις υπαρκτ(ικ)ές του αξίες εννοώντας συνεργασίες «συμφερόντων» σε πλαίσιο (όπως οικονομικών συναλλαγών) που δεν βλέπει πόσο στενό είναι. Και, μάλιστα, μπορεί ακόμα και κατηγορεί κάποιον άλλον ότι φορά παρωπίδες καθώς τον κοιτά μέσα από τις (πολύ στενότερες) δικές του σαν να εστιάζει στην ακίδα του ξένου ματιού ενώ παραβλέπει –ή αγνοεί (…)– το δοκάρι στα δικά του βλέφαρα. Ζήτημα παιδείας; Θέμα (ανα)θεωρήσεων; Τα λόγια είναι λόγια. Από εκεί και πέρα, κάποιες σελίδες είναι απλώς μελάνι. Όμως ασχέτως πεποιθήσεων ή (και) περαιτέρω (απ)όψεων, ακόμα και οι πιο ανεπαίσθητες ανάσες (της ανθρώπινης υπόστασης) μπορούν πάντα να αποζητούν (τον δρόμο [επι]στροφής προς) την ελευθερία (επιλογής). Και ο προορισμός γίνεται (όλο και πιο) αντιληπτός (ή, τουλάχιστον, ορατός) καθώς προχωρούμε προς τον ορίζοντα. Με άλλα λόγια, βιώματα που μπορεί να βλέπουμε (είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι στην επίγνωσή μας) με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (όπως, μεταξύ άλλων, με ευγνωμοσύνη) ανά πάσα στιγμή (της «δραματικής» καθημερινής «κωμωδίας») της ζωής μας, όπως όταν συναντούμε ο ένας τον άλλον (ακόμα και «απροσδόκητα») και στη συνέχεια(πολύ περισσότερο) μέσα από ό,τι μοιραζόμαστε.
«Holdover» σημαίνει κάτι που είναι «heldover», που συνεχίζει για παρατεταμένη περίοδο (πέραν «προσδοκιών»), όπως (και) σαν κάτι που (ξ)έμεινε πίσω ή κόλλησε κάπου. Ο τίτλος της ταινίας του Αλεξάντερ Πέιν «The Holdovers» στη λεπταίσθητη ελληνική του εκδοχή ως «Τα Παιδιά του Χειμώνα» εκφράζει την ιδιοσυγκρασία του πρωτότυπου: εδώ, οι «holdovers» είναι (καταρχάς) μαθητές ενός ιδιωτικού σχολείου που δεν μπορούν να φύγουν από το σχολείο κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων του 1970 επειδή δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Έτσι, βλέπουμε τον καθηγητή Πολ, τη μαγείρισσα Μαίρη και τον (μαθητή του Πολ) Άνγκους, τρεις ανθρώπους που κάποιες συνθήκες του χειμώνα τους κάνουν να μείνουν μακριά από άλλους. Και να είναι μαζί μόνο οι τρεις τους. Επίσης, μία (ακόμα) αρετή των ταλέντων του Πέιν είναι η απαράμιλλη ευαισθησία του στην έμπνευση των ηθοποιών του.
Οι αστείρευτες αποχρώσεις στην παλέτα διακυμάνσεων του απολαυστικά συναρπαστικού Πολ Τζιαμάτι ως Πολ μαζί με τις αντίστοιχες της υπέροχης Ντι’Βάιν Τζόι Ράντολφ ως Μαίρη και του εξαίσιου Ντόμινικ Σέσα ως Άνγκους συνυφαίνουν τον πυρήνα (των [δια]θέσεων) της ταινίας με γοητευτική αρμονία.
Επίσης, μεταξύ άλλων στη θαυμάσια διανομή όλων των ηθοποιών ανεξαιρέτως, σημειώνω ενδεικτικά τον Αλεξάντερ Κουκ στην έξοχη ερμηνεία του δύο τελείως διαφορετικών ρόλων: ο ιερέας στο σχολείο και ο μπάρμαν που γίνεται για μερικά δευτερόλεπτα εμβρόντητος μαθητής του Πολ ακούγοντας για τον Άγιο Νικόλαο και τον Δημόκριτο. Το επίτευγμα του Αλεξάντερ Πέιν είναι απολύτως μοναδικό και εντελώς ανεκτίμητο: παίρνει ιστορίες της ζωής μας και (τις) κάνει αριστουργήματα που (μας) προσφέρει ως καινούριες πολύτιμες ιστορίες (της μνήμης) της ζωής μας. Ο Τζον Φορντ έκανε γουέστερν. Ο Αλεξάντερ Πέιν κάνει κωμωδίες. Και το συνειδητοποιούμε με πλήρη επίγνωση. Και (πάνω από όλα) με ευγνωμοσύνη.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας
Ηθοποιός