Πάντες-μαξιλάρια-τραπεζομάντηλα μικρά. Από τις Συλλογές του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας», κατά την παρουσίαση που έγινε στην αίθουσα εκδηλώσεων του Μουσείου. Η παρουσίαση έγινε στο πλαίσιο των πενήντα χρόνων από την ιδρυτική διακήρυξη του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας και ήταν η πρώτη από ένα πλούσιο πλέγμα δράσεων που θα ακολουθήσουν. Για το βιβλίο, εκτός της κ. Μαχά, μίλησαν η ομότιμη ερευνήτρια, τέως διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών κ. Καίτη Καμηλάκη και η θεωρητικός Τέχνης – διδάσκουσα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Φανή Παραφόρου.
Χαιρετισμό απηύθυναν ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου κ. Πάνος Σάπκας και ο πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων του Λαογραφικού κ. Αστέριος Λαχανάς.
Στην ομιλία της η κ. Καμηλάκη ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι: «Σε μία χώρα με πάνω από 5.000 ενεργούς χειροτέχνες, το ζήτημα της ελληνικής χειροτεχνίας έρχεται σε πρώτο πλάνο εστιάζοντας στην οικονομική δυναμική της. Η πλούσια, αλλά παραμελημένη χειροτεχνική παράδοση της Ελλάδας μπορεί να καταστεί βασικός μοχλός ανάπτυξης, δημιουργώντας θέσεις εργασίας μέσω της ανάπτυξης ολόκληρων αλυσίδων προστιθέμενης αξίας, από τη βιώσιμη και ηθική αξιοποίηση φυσικών πρώτων υλών έως τις εξαγωγές, οδηγώντας σε ουσιαστική πολιτιστική και οικονομική αναζωογόνηση των τοπικών κοινωνιών. Με άλλα λόγια, η ελληνική χειροτεχνία δεν έχει μόνο ένα σημαντικό παρελθόν, αλλά δείχνει τον δρόμο για το μέλλον».
ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΤΟΠΟΙ
ΜΝΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΤΕΛΕΣΕΩΝ
Η κ. Μαχά σημείωσε χαρακτηριστικά ότι: «Η αείμνηστη Λένα Γουργιώτη, ιδρύτρια του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, θα συνδέσει το ερευνητικό της έργο με τη διάσωση και την αναβίωση της παραδοσιακής τυποβαφικής, ήδη από τη δεκαετία του 1980. Με τον εκφυλισμό και την οριστική παύση λειτουργίας των εργαστηρίων τυποβαφείων του Τυρνάβου, η ίδια η Γουργιώτη, όπως αναφέρει και η κ. Καλοκαιρινού στον Πρόλογο του Καταλόγου, με την υλική και ηθική στήριξη του ΥΠΠΟ θα καταφέρει να περιέλθει στις συλλογές του Μουσείου το υλικό δύο εργαστηρίων τυποβαφικής του Γ. Σαΐνη (μέσα 19ου αι. ως το 1995) και εκείνο της οικογένειας Ιωαννίδη (1926-1988).
Τα μουσεία, βεβαίως, δεν λειτουργούν ως αποθετήρια υλικοτήτων, αλλά ως ζωντανοί τόποι μνημονικών επιτελέσεων, και αποτελούν φορείς που ασχολούνται όχι μόνο με αντικείμενα και εκθέματα, αλλά και με ιδέες και νοήματα. Τα πράγματα, άλλωστε, φέρουν πολιτισμικά νοήματα και σημασίες, καθώς οι ανθρώπινες κοινωνίες αναπτύσσουν πολύπλευρες, σύνθετες και αμφίδρομες σχέσεις και διαδράσεις με το υλικό περιβάλλον τους».
Με τη σειρά της η κ. Παραφόρου τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι: «Είναι γεγονός ότι η αναβίωση της χειρωναξίας και της χειροτεχνίας αποτελεί τάση στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης: Τόσο μεμονωμένα έργα και εικαστικοί καλλιτέχνες όσο και ευρύτερα εικαστικά εγχειρήματα, όπως π.χ. ομαδικές εκθέσεις συναφούς θεματικής πλαισίωσης, όπως για παράδειγμα η υφαντική τέχνη ή η κεραμική, συνθέτουν πλέον και στη χώρα μας ένα ψηφιδωτό από απόπειρες όχι μόνο να αναβιωθεί η παράδοση, αλλά πολύ περισσότερο να διατυπωθεί ενδεχομένως μια αντίδραση ή να στοιχειοθετηθεί μια αντίσταση στο διογκούμενο άυλο περιβάλλον της ψηφιακότητας. …Το παρόν βιβλίο τεκμηριώνει τη διαδικασία και τα προϊόντα της τυποβαφικής, μιας ελάσσονος τεχνικής, όπως αυτή καλλιεργήθηκε στη θεσσαλική επαρχία – και γι’ αυτό είμαστε ευγνώμονες. Θέτει αναμφισβήτητα στη διάθεση της σύγχρονης εικαστικής δημιουργίας πολύτιμο υλικό τεκμηρίωσης, τροφοδοτεί το φαντασιακό των εικαστικών δημιουργών με μοτίβα και τεχνικές, προτρέποντας σε απόπειρες διαλόγου: Η σύγχρονη τέχνη καλείται να βρει τις δικές της ερμηνείες για σημεία που ανατρέχουν πολύ πίσω στον χρόνο, να αποκριθεί σε ιστορίες και επιβιώσεις τεχνικών και μοτίβων».
Κλείνοντας την εκδήλωση η κ. Καλοκαιρινού ευχαρίστησε όλους όσοι βοήθησαν για να εκδοθεί το βιβλίο και ανέφερε ότι ο δεύτερος τόμος είναι έτοιμος. Την εκδήλωση έκλεισε το Κέντρο Λαογραφίας Δρώμενον με παραδοσιακά κάλαντα.
Την εκδήλωση συντόνισε ο δημοσιογράφος της «Ε» Θανάσης Αραμπατζής.