Τα πρόσωπα μοιάζουν να είναι ένα με το πέτρινο τοπίο μέσα από το οποίο ξεπροβάλλουν πασχίζοντας για την (ανα)πνοή τους. Η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού (ούσα χήρα του Ιωάννη Φράγκου) ανασαίνει για την πέτρα στην οποία ζει και που επέλεξε ως (προ)ορισμό της. Στον τίτλο απουσιάζει το άρθρο πριν από το ουσιαστικό. Έτσι, αντί να λέμε «η φόνισσα» υποδεικνύοντας συγκεκριμένο πρόσωπο, το δάχτυλο που την έδειχνε κατεβαίνει ακούγοντας για «φόνισσα» ως (συγκεκριμένη) οντότητα γεγονότος, ένα φαινόμενο στην κατάσταση που προκαλεί ως επακόλουθο της κοινωνι(ολογι)κής ψυχο(παθο)λογίας που τη διαμόρφωσε στην πράξη. Αυτή είναι η ταυτότητά της. Αντί για «τη φόνισσα», η «φόνισσα» (παρα)στέκεται ξεκομμένη από κάθε άλλον περίγυρο λέξεων (παρ)ακολουθώντας μόνο ό,τι της υπαγορεύουν οι (δια)θέσεις της όπως αυτές έχουν (κατα)σταλάξει με(τά) το δηλητήριο που καλλιέργησε (στ)η(ν) κυοφορία της φύσης της. Η «Φόνισσα» (περ)πατά στον τόπο της που μοιάζει με παράταξη τάφων αποκομμένων από άλλες μορφές ζωής σε ύψωμα μεταξύ ουρανού και γης στο μεταίχμιο στεριάς και θάλασσας. Σε χώμα μετέωρο στη μήτρα του θανάτου με φλέβες μολυσμένες από γερασμένα σπάργανα σποράς ανίατων σπλάχνων. Στον ομώνυμο ρόλο, η μεγάλη κυρία της υποκριτικής Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (προσ)φέρει γενναιόδωρα μία ερμηνεία απλώς πέραν περιγραφής. Η μητέρα της (η εξαίσια Μαρία Πρωτόπαππα), που τη στοιχειώνει, σηματοδοτεί το μερίδιο του βάρους στη ρίζα ενός ψυχισμού που (επι)μένει στο να μπολιάζει το φαρμάκι του καθώς έρχεται αντιμέτωπος με τη ζωή.
Βιώνοντας (καταρχάς από τη μητέρα της) από νωρίς στο πετσί της (σε νεαρή ηλικία την υποδύεται η εξαιρετική Γεωργιάννα Νταλάρα) τις επιταγές του χρέους της ως προς το ανδροκρατούμενο περιβάλλοντης και στη συνέχεια σε άλλες συνθήκες, όπως π.χ. με τις απαιτήσεις της κουνιάδας της (η υπέροχη Μάνια Παπαδημητρίου) κατά το παντρολόγημά της μεταξύ άλλων, η Χαδούλα τοκίζει ανελλιπώς αυτό το χρέος κάθε στιγμή, ακόμη και σε σχέση με τους (απόντες) γιους της, τις κόρες της (οι θεσπέσιες Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα και Νίκη Παπανδρέου) και τον γαμπρό της (ο καταπληκτικός Δημήτρης Ήμελλος). Στο πετρωμένο βλέμμα της, ο παπα–Νικόλας (ο συγκλονιστικός Χρήστος Στέργιογλου), όντας και τυφλός, δεν θα μπορούσε να της αρκεί ως πνευματικός. Η συνταρακτική παλέτα του κάδρου της Εύας Νάθενα διαπερνά (συν)αισθήσεις μέχρι μυελού των οστών. Η μουσική του υπέροχου Δημήτρη Παπαδημητρίου με φωνές (αντ)ηχεί (σ)τα σπαράγματα της ύπαρξης που αποζητά (δι)έξοδο στο κουβάρι των απορ(ρο)ιών της. Ένα κουβάρι που πλέκε(τα)ι (σ)τον αργαλειό της μνήμης προικίζοντας παραδόσεις γενεών, που εδώ ζωντανεύει εκπληκτικά από ένα θαυμάσιο σύνολο ηθοποιών στο καταλυτικά λεπταίσθητο και αβίαστα καθηλωτικό πολύτιμο βίωμα που προσφέρει η Εύα Νάθενα. Ένας φόνος, όπως της Ρηνιώς (Χριστίνα Μαξούρη) από τον άνδρα της (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος), είναι ένα γεγονός που –ακόμη και (ότ)αν είναι γνωστό ως «κοινό μυστικό» (…)– αποκρύπτεται στη φυσι(ολογι)κή ροή της καθημερινότητας. Όμως οι φόνοι κοριτσιών από τη Φραγκογιαννού για να (ξε)φύγουν από μία (προ)οπτική ζωής (όπως π.χ. της Ρηνιώς) είναι έγκλημα που (κατα)διώκεται. Ζήτημα (προ)θέσεων. Η «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα δεν είναι απλώς μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Πρόκειται για ένα συνταρακτικό Αριστούργημα ρεαλιστικής μέθεξης στην απαράμιλλα ζωτική ποιητική του υπόσταση από τα εκλεκτά κορυφαία της Ιστορίας του Κινηματογράφου.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας
Ηθοποιός