Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διαβάσεις ένα βιβλίο. Όπως και την Ιστορία και οτιδήποτε βλέπουμε. Το βιβλίο «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» του δημοσιογράφου Ντέιβιντ Γκραν εκφράζει ένα αξιοσημείωτο χρονικό της μνήμης, που έδωσε εξαίσιο υλικό στον Μάρτιν Σκορσέζε για τη μεγάλη ταινία που σκηνοθέτησε και επίσης έγραψε το σενάριό της μαζί με τον έξοχο Έρικ Ροθ.
Τα (πραγματικά) γεγονότα, στα οποία βασίζεται η ταινία, ξεκινούν πριν από έναν αιώνα και για την ακρίβεια, λίγο νωρίτερα, όταν οι ταινίες δεν είχαν ακόμη ήχο και η μεγάλη οθόνη ήταν ακόμη στα πρώτα βήματα «ανακάλυψης» εκφραστικών μέσων (και) με ορόσημα όπως «Η Γέννηση ενός Έθνους» και «Μισαλλοδοξία» του εμβληματικού πρωτοπόρου κινηματογραφικών αριστουργημάτων Ντέιβιντ Γουόρκ Γκρίφιθ. Η ταινία ξεκινά με τη φυλή των Γηγενών Αμερικανών Όσεϊτζ οι οποίοι βρίσκουν πετρέλαιο στη γη των πατέρων τους και εξελίσσονται ως πλούσιοι στη νέα ανακατανομή εδαφών τους. Ο Έρνεστ Μπέρκχαρτ (ο καταπληκτικός Λεονάρντο Ντι Κάπριο) επιστρέφει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Οκλαχόμα για να δουλέψει για τον θείο του Γουίλιαμ Χέιλ (ένας από τους απολύτως μεγαλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών ο οποίος δεν χρειάζεται συστάσεις: ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο) και παντρεύεται τη Μόλι Κάιλ (η Λίλι Γκλάντστοουν σε μία μοναδική ερμηνεία πέραν περιγραφής) όπως και άλλοι ντόπιοι που κάνουν οικογένειες με γυναίκες των Όσεϊτζ. Όμως αυτές οι γυναίκες συχνά πεθαίνουν (αφήνοντας άμεσους πρώτους κληρονόμους τους συζύγους τους), ενώ (σχεδόν απροσδόκητα) γίνονται και ανεξιχνίαστοι φόνοι σε μία εποχή ευημερίας και νέων ευκαιριών με την ανάπτυξη της βιομηχανίας πετρελαίου. Όταν το FBI αναλαμβάνει δράση, ο Τομ Γουάιτ (ο Τζέσι Πλέμονς υπέροχος όπως πάντα) είναι επικεφαλής της έρευνας των φόνων. Παρεμπιπτόντως, χρονολογικά στη συνέχεια εκείνη την εποχή, οι ταινίες ξεκινούν να χρησιμοποιούν ήχο και οι χαρακτήρες αρχίζουν να (ακούγονται να) μιλούν με τα πρόσωπά τους επί της οθόνης.
Τα κάδρα του Σκορσέζε σημαδεύουν ανεξίτηλα τη μνήμη των (συν)αισθήσεων. Ασθενή σώματα πασχίζουν να επιβληθούν ως παράσιτα εξαπλώνοντας αρρώστιες διαφθοράς και σύγχυσης στο πνεύμα της ίδιας (της) γης που τους δόθηκε ως περιβάλλον. Το λιβάδι του ανθισμένου φεγγαριού μολύνεται από θανατηφόρο πετρέλαιο οργανωμένου εγκλήματος. Ενέσεις δηλητηριασμένων φαρμάκων θερίζουν καρπούς βίαιης σποράς. Η ρεαλιστική αμεσότητα της ποίησης του Σκορσέζε είναι αφοπλιστικά καταλυτική στην επικολυρική υπόσταση του απαράμιλλου ψηφιδωτού του. Ενός ψηφιδωτού με παλλόμενες φλέβες στην αναπνοή της καρδιάς του που προσφέρεται τόσο γενναιόδωρα στους θεατές καθώς βιώνουν τον εναγκαλισμό της ψυχής του. Ο κτηνοτρόφος και αυτοανακηρυγμένος «βασιλιάς των Όσεϊτζ» Χέιλ, εκτός από (και δική του) γη, ελέγχει επίσης την κοινωνικοπολιτική ζωή του τόπου βασικά μέσω οικονομικών συναλλαγών. Σχετικά με την αποκάλυψη της αλήθειας για τους φόνους των Όσεϊτζ, θα πει: «Ίσως γίνει καμιά φασαρία για λίγο. Αλλά μετά ο κόσμος το ξεχνά. Δεν θυμούνται και δεν τους νοιάζει. Θα είναι άλλη μία συνηθισμένη καθημερινή τραγωδία». Οι (δια)θέσεις του Χέιλ δεν βλέπουν καμία δική του τραγωδία με(τά) τον (αυτο)καταστροφικό αλαζονικό κυνισμό της (αντίληψής του σχετικά με την έννοια της) εξουσίας. Οι μελωδίες της γηγενούς μνήμης (αντ)ηχούν και στις συγχορδίες της μουσικής του Ρόμπι Ρόμπερτσον με αποχρώσεις αντανακλάσεων που συνυφαίνονται οργανικά (στο σώμα του πνεύματος της ταινίας) στην παλέτα της διεύθυνσης φωτογραφίας του Ροδρίγο Πιέτρο. Η πολύτιμη ενορχήστρωση στο μοντάζ της Θέλμα Σκουνμάκερ κουρδίζει ανυπέρβλητα την πολύπτυχη σύνθεση της ανεκτίμητης μπαγκέτας του Μάρτιν Σκορσέζε. Εάν υποθετικά η ταινία είχε γυριστεί π.χ. μετά τον θάνατο του Χέιλ πριν από καμιά εξηνταριά χρόνια, θα μπορούσε να είχε σκηνοθετηθεί από τον Τζον Φορντ ή τον Γουίλιαμ Γουάιλερ. Ευτυχώς όμως γυρίστηκε τώρα από τον Μάρτιν Σκορσέζε, έναν εντελώς κορυφαίο σύγχρονο κλασικό δημιουργό Αριστουργημάτων της Ιστορίας της Τέχνης του Κινηματογράφου.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας
Ηθοποιός