Πώς αποφασίσατε να γίνετε μαέστρος, θα ρωτήσουμε τη Σταματία Καραμπίνη, για να μας πει ότι: «Η συντριπτική πλειονότητα των διευθυντών ορχήστρας στον κόσμο είναι είτε «προϊόντα» μιας οικογένειας μουσικών και μαέστρων είτε ακόμη και ενός οργανωμένου συστήματος κουλτούρας συγκεκριμένων χωρών. Αν ρωτήσεις 100 μαέστρους γιατί επέλεξαν αυτό το επάγγελμα, θα πάρεις περίπου πέντε απαντήσεις: «Ήθελα από μικρός να γίνω μαέστρος» ή «θέλω να σταθώ στο πόντιουμ της Φιλαρμονικής Βερολίνου» ή «θέλω να γίνω σαν τον... και ακολουθεί όνομα διάσημου ροκ-σταρ μαέστρου, όπως ο Κάραγιαν». Ο ηθοποιός Μπράντλεϊ Κούπερ που θα υποδυθεί τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν σε ταινία-βιογραφία του μεγάλου μαέστρου και συνεργάτη στη Νέα Υόρκη του Έλληνα αρχιμουσικού Δημήτρη Μητρόπουλου είπε σε συνέντευξη στον Κολμπέρ «γεννήθηκα να παίξω αυτόν τον ρόλο, γιατί όταν ήμουν μικρός ικέτευα τους γονείς μου για μια μπαγκέτα, παρακαλούσα τον Άγιο Βασίλη να μου φέρει μια μπαγκέτα μαέστρου για δώρο Χριστουγέννων».
Εγώ δεν έρχομαι από οικογένεια μουσικών, ποτέ δεν ονειρεύτηκα να γίνω ροκ-σταρ του πόντιουμ και όσον αφορά την μπαγκέτα του μάεστρου, ε, λοιπόν, παραφράζοντας τον Φρόιντ, μια μπαγκέτα είναι απλά μια μπαγκέτα».
Και πώς ήρθατε τότε σε επαφή με τον κόσμο της μουσικής, θα τη ρωτήσουμε, για να μας απαντήσει ότι: «Μεγαλώνοντας στη Λάρισα, και μαθαίνοντας από τα 5 μου πιάνο και αργότερα θεωρητικά στο Δημοτικό Ωδείο, μια μέρα ανακάλυψα ότι στο παλιό Ωδείο στην Ογλ, στο υπόγειο, ο τότε διευθυντής ο κ. Τσανακάς έκανε κάθε εβδομάδα πρόβες με ένα σύνολο από μαθητές και καθηγητές. Η μουσική μου ήταν άγνωστη -Σιμπέλιους έπαιζαν-, το κούρδισμα του συνόλου ήθελε δουλειά, αλλά η γοητεία της Συμφωνικής Ορχήστρας ήταν τρομαχτική, ακαταμάχητη. Δεν μπορούσα να τη βγάλω από το μυαλό μου... «Ψυχανεμίζουμαι» που έλεγε κι ο Καζαντζάκης. Έμαθα ποιες μέρες και ώρες γίνονταν οι πρόβες και πήγαινα κι εγώ, συχνά κρυμμένη πίσω από μια βαριά κόκκινη κουρτίνα, σαν λαθρεπιβάτης.
Η ορχήστρα μού είχε γίνει μυστικά εμμονή. Ο μόνος λόγος που γράφτηκα στο βιολοντσέλο με τον μακαρίτη τον Ντοροφτέι στο Ωδείο ήταν για να παίξω μια μέρα κι εγώ σε αυτή. Μετά όταν ανέλαβε ο Δημήτρης Δημόπουλος, ο ρόλος μου στην ορχήστρα... αναβαθμίστηκε. Μου επέτρεπαν να βάζω και να βγάζω τις παρτιτούρες από τα αναλόγια, με εμπιστεύονταν οι προσκεκλημένοι πιανίστες να γυρνώ τις σελίδες κατά τη διάρκεια του κονσέρτου, μια-δυο φορές έπαιξα το «τσέμπαλο» σε κομμάτια εποχής μπαρόκ. Τελικά, με το τσέλο, είχα την τιμή να γίνω κι εγώ μέλος της ορχήστρας του Ωδείου, έστω και για λίγο, πριν φύγω από την Ελλάδα.
Χρωστάω πολλά και στην παιδική χορωδία του Δημήτρη Καρβούνη, με την όποια ταξιδέψαμε σε Αθήνα και Επίδαυρο, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Θεοδωράκη (με τον Μπιθικώτση στις τελευταίες του εμφανίσεις) με τη συνοδεία της λαϊκής ορχήστρας του ερμηνεύσαμε το Άξιον Εστι. Στα διαλείμματα των προβών εγώ ήμουν στον παράδεισο. Πήγαινα και ενοχλούσα τους επαγγελματίες μουσικούς και οι περισσότεροι υπομονετικά απαντούσαν στις ερωτήσεις μου. Πόσο ευγνώμων είμαι στον Καρβούνη γι’ αυτές τις εμπειρίες» θα σημειώσει η Λαρισαία μαέστρος.
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ
Θέλοντας να μάθουμε πώς ξεκίνησε η πορεία της, θα της ζητήσουμε να ξετυλίξει το… κουβάρι της, για να μας πει ότι: «Στα 17 μου, τη μέρα μετά την αποφοίτησή μου από το 5ο Λύκειο, ταξίδεψα και έδωσα εξετάσεις στην τάξη της διεύθυνσης ορχήστρας στο Μόναχο (το Πανεπιστήμιο από το οποίο αποφοίτησαν μερικοί από τους καλύτερους Έλληνες μαέστρους, όπως ο Βράνος, ο Λογιάδης, ο Καρύδης και ο Χριστόπουλος). Επειδή τότε οι εξετάσεις ήταν δύσκολες (άφηναν να περάσουν το πολύ δύο φοιτητές τον χρόνο) και επειδή ήμουν λίγο μικρή, για σιγουριά, πήρα το τρένο και έδωσα τις εξετάσεις και στην Ακαδημία της Βιέννης. Τελικά πέρασα και στις δύο σχολές. Έτσι, βρέθηκα στη Μέκκα της συμφωνικής και οπερατικής μουσικής, σε πόλεις με εξαιρετικές ορχήστρες, όπερες, βιβλιοθήκες και δασκάλους. Διάβασμα, δουλειά και το μυαλό μου σφουγγάρι να ρουφάει, να ρουφάει...
Ο ΣΕΞΙΣΜΟΣ
Μετά τις σπουδές, είναι εξαιρετικά δύσκολο να οδεύεσαι σε μια καριέρα χωρίς χάρτη να σου δείχνει τον δρόμο, χωρίς κάποιον να σε καθοδηγεί. Είναι η ζωή του μετανάστη, συνοδευόμενη από μια μόνιμη μοναξιά, τον σεξισμό να επιτίθεται λογική και ηθική πάντα και παντού, αλλά, με τον καιρό, με τη συνεχή πρόοδο και βελτίωση των ικανοτήτων σου, απολαμβάνεις και γλυκές στιγμές.
ΟΙ ΓΛΥΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
Για παράδειγμα, όταν έρχονται σ’ εσένα καλλιτέχνες που θαύμαζες από μικρός, όπως όταν μου τηλεφώνησε ο Κουρτ Μαζούρ για να μου ζητήσει να μοιραστούμε το πόντιουμ μιας συναυλίας οι δυο μας, όταν συζητούσαμε σαν φίλοι με τον Σερ Κόλιν Ντέιβις μετά τις πρόβες του και έψαχνε την τσάντα μου να δει ποιες παρτιτούρες κουβαλούσα, όταν ο Μπάρεμποϊμ με κάλεσε στο επίσημο δείπνο για τα 70ά γενέθλια του Ζούμπιν Μέτα ή όταν ο βιολονίστας Μαξίμ Βενγκέροφ με πλησίασε για να μου ζητήσει μαθήματα διεύθυνσης ορχήστρας.
Σε εμπνέει μια ενοχική, εθνική υπερηφάνεια όταν είσαι ο μόνος Έλληνας (πόσο μάλλον Ελληνίδα) στην τελευταία 20ετία να έχει σταθεί στο πόντιουμ ορχηστρών, όπως η Εθνική Ορχήστρα της Γαλλίας ή η Συμφωνική του Λονδίνου, και μάλιστα πριν κλείσεις τα 30. Ή όταν καταφέρνεις να είσαι ανάμεσα στους τρεις φιναλίστ των σπουδαιότερων διεθνών διαγωνισμών διεύθυνσης ορχήστρας (Malko στην Κοπεγχάγη, Besancon Γαλλία, Flick στο Λονδίνο, Pedrotti στην Ιταλία, Prokofiev στη Ρωσία και Μητρόπουλος στην Αθήνα, τη μοναδική φορά που έπραξα ως μαέστρος στη χώρα μου).
Η ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΛΟΝΔΙΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΟΛΛΕΣ
Είχα την τιμή να συνεργαστώ ως αρχιμουσικός με εξαιρετικές ορχήστρες, μεταξύ των οποίων η Φιλαρμονική του Λονδίνου, η ορχήστρα του ΒΒC, η Βέρντι στο Μιλάνο, οι Συμφωνικές στη Βαρκελώνη, στις Κάννες και στο Μόναχο, η Φιλαρμονική στην Αγία Πετρούπολη, καθώς και οι όπερες στο Βερολίνο και Φρανκφούρτη και αλλού. Πριν την πανδημία, δίδαξα στα μουσικά πανεπιστήμια στην Ουάσινγκτον και στην Ιντιάνα των ΗΠΑ, και κατά τη διάρκεια του λοκ-ντάουν εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο στα Αγγλικά, με τον (συμβολικό) τίτλο «Αριάδνη και Διόνυσος». Η πανδημία με έφερε στην Ελλάδα, ξανά στη Λάρισα, έστω και για λίγο μόνο, και με συγκίνηση ξανάσμιξα με πολλούς από τους μουσικούς συμμαθητές μου από τα 14 χρόνια μου ως μαθήτρια του Ωδείου μας».
ΚΑΙ Η ΛΑΡΙΣΑ
Θα θέλατε να διευθύνετε και στη Λάρισα, θα τη ρωτήσουμε για να πει ότι: «Μιας και το φθινόπωρο θα είμαι πάλι στη Λάρισα, θα ήθελα πολύ να γινόταν να συγκεντρώναμε όλα τα ταλέντα και τους υπέροχους καλλιτέχνες που ζουν και δρουν ήδη εδώ. Ήδη ήρθα σε μια πρώτη επικοινωνία με τους αξιότιμους συναδέλφους μου, τον κ. Λενούτσο και τον κ. Κτιστάκη, για να κάνουμε κάτι εκπληκτικό όλοι μαζί και για την πόλη μας. Κάτι ιδιαίτερο, κάτι να μείνει».
* Ο «πλούτος» της Λάρισας
Η Σταματία Καραμπίνη μιλώντας για μουσικούς που έχει «βγάλει» το Δημοτικό Ωδείο Λάρισας και η πόλη γενικότερα θα πει πως «...ως «παιδί του Ωδείου», εκεί είναι που γνώρισα τόσους ταλαντούχους μουσικούς, όπως ο Βασίλης Σαΐτης, ο Νίκος Τσανακας, ο Γιώργος και η Στέλλα Τσαρδάκα, ο Στέλιος Κοτρώτσιος, η Αργυρώ Γιατρουδάκη και πολλοί άλλοι. Η Ελλάδα, άραγε, πραγματικά γνωρίζει πόσα μουσικά ταλέντα έχει βγάλει το Ωδείο και η πόλη μας. Δεδομένου ότι ως επαγγελματίας μουσικός, ποτέ μου δεν έδωσα συναυλία στην πόλη μου, αλήθεια αναρωτιέμαι αν η Λάρισα γνωρίζει πόσα μουσικά ταλέντα έχει βγάλει το Ωδείο της. Ο Σαΐτης, απόφοιτος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, είναι πρώτο τσέλο στην Κρατική Θεσσαλονίκης! Θυμάμαι τις υπέροχες τραγουδίστριες Μυρτώ Παπαθανασίου και Μυρσίνη Μαργαρίτη να ξεκινούν τις καριέρες τους τότε».