Αλεξάνδρου Παρλάντζα. Ο 69χρονος κτηνοτρόφος και ταπεινός δημιουργός, Σαρακατσάνος στην καταγωγή, «έφυγε» από τη ζωή ξαφνιάζοντας την τοπική κοινωνία και όχι μόνο. Γνωστός με το προσωνύμιο «ο ποιητής του λόγγου και της στάνης», άτομο ευγενικό, ήρεμο και χαμηλών τόνων, με ευαισθησίες, άφησε στη λαϊκή ποίηση της επαρχίας Ελασσόνας και του νομού Λάρισας το δικό του αυθεντικό «αποτύπωμα». Ήταν «υμνητής» της ποιμενικής ζωής -παρά τις υποχρεώσεις και τον φόρτο της καθημερινής ενασχόλησης του με την κτηνοτροφία- και συχνά πυκνά μετέφερε στο χαρτί «εικόνες» και τις δυσκολίες που είχε η ποιμενική ζωή και όχι μόνο. Βραβεύτηκε σε διαγωνισμούς Ποίησης και Λογοτεχνίας, ενώ ήταν ενεργό μέλος και συνεργάτης του «Δικτύου Καλλιτεχνών, δημιουργών και Επιστημόνων για την ανάπτυξη της επαρχίας Ελασσόνας». Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε δεκάδες εκδόσεις και περιοδικά.
Αφήνει πίσω τη σύζυγό του, τα παιδιά και τις αδελφές του με τις οικογένειές τους, ενώ ευτύχησε να χαρεί και 6 εγγόνια. Και βέβαια, αφήνει πίσω εκατοντάδες αναγνώστες της απλοϊκής και πηγαίας ποίησής του.
«Η Ελασσόνα θα θυμάται πάντα την πηγαία του έκφραση, την ευγένειά του, την ταπεινότητά του και την ανιδιοτέλειά του», «κατέθεσαν» σε σχετικές ανακοινώσεις τους σύλλογοι της περιοχής. Κάποια από τα ποιήματα του που ξεχώρισαν ήταν: «Θέλω να βγω μια χαραυγή» / «Τι έχεις περδικούλα μου» / «Όλες τις στάνες γύρισα» / «Η διάβα» / «Να ‘παιρνα το κοπάδι μου».
Χαρακτηριστικά, τα όσα «κατέθεσε» ο εκλιπών Ελασσονίτης λαϊκός ποιητής, μιλώντας για τη ζωή του και την ποίησή του, στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Ηχώ των Σαρακατσαναίων» (Όργανο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων): «Έζησα τα παιδικά μου χρόνια σε μια περίοδο που συνεχιζόταν η σαρακατσάνικη ζωή στην πλήρη και γνήσια έκφρασή της, με τα καλύβια και τα κονάκια. Νοσταλγώ εκείνα τα χρόνια και τα περιγράφω μέσα από τα ποιήματά μου. Οι γονείς μου ήταν κτηνοτρόφοι και τον χειμώνα ζούσαμε στην Ελασσόνα και το καλοκαίρι μετακινούμασταν στο Βέρμιο. Τον χειμώνα (…του Αγ. Δημητρίου) αναγκαστικά κατεβαίναμε στα χειμαδιά και περιμέναμε με ανυπομονησία πότε θα έρθει ο καιρός (συνήθως του Αγ. Γεωργίου) να ξανανηφορίσουμε για τις πλαγιές και τα λιβάδια του Βερμίου. Εκεί, ανάμεσα στα έλατα και τα λιβάδια του Βερμίου, βόσκοντας τα πρόβατα, μικρό παιδάκι ακόμη, έγραφα πρόχειρα σε ένα χαρτί ή στο μυαλό μου, έναν στίχο από ποίημα που μου ερχόταν και μετά το καθαρόγραφα. Συνεχίζω να γράφω τα ποιήματά μου με τον ίδιο τρόπο, τώρα βόσκοντας τα γίδια μου, και όταν μου έρχεται μια έμπνευση, την κρατάω στο μυαλό και μετά τη γράφω στο χαρτί, όταν γυρίζω στο σπίτι». Το «τελευταίο αντίο» στον Ελασσονίτη δημιουργό είπαν, μέσα σε ατμόσφαιρα συγκίνησης, το απόγευμα της περασμένης Κυριακής, στον Ιερό Ναό Αγίου Αρσενίου Ελασσόνας, δεκάδες άτομα, συγγενείς και φίλοι, μέλη της πολυπληθούς «οικογένειας» των κτηνοτρόφων, επαγγελματίες, Σαρακατσαναίοι και όχι μόνο.