Μια επιτυχημένη παράσταση προϋποθέτει οπωσδήποτε ένα καλό κείμενο, αλλά δεν αρκεί για να κερδίσει τον θεατή. Το «Πατατάκι μέσα στη Ζάχαρη», ένα ατμοσφαιρικό ψυχολογικό δράμα με έντονα στοιχεία νουάρ και μαύρης κωμωδίας, που περιλαμβάνεται στο «Talking Heads» («Ομιλούσες κεφαλές») του Άλαν Μπένετ, παρουσιάστηκε στην Λογοτεχνική Γωνιά υπό την οργάνωση της πασπARTου στο πλαίσιο του φεστιβάλ AnimACEd και υπό την αιγίδα της Αντιδημαρχίας Πολιτισμού του Δήμου Λαρισαίων. Μια εξαιρετική παράσταση σε σκηνοθεσία και ερμηνεία Βασίλη Νανάκη, εφάμιλλη των πρωτοποριακών σκηνών της Ευρώπης. Εύλογα λοιπόν οι θεατές του έργου αναρωτηθήκαμε γιατί δεν ανέβηκε στο Θεσσαλικό Θέατρο. Δίπλα στον Β. Νανάκη, ο ηθοποιός και μουσικός Μικές Σακελλίου, δημιουργός της μουσικής επένδυσης της παράστασης.
Θέμα του έργου, η τακτοποιημένη καθημερινότητα ενός εργένη πενηντάρη, προσκολλημένου ακόμη στη μητέρα του που διαταράσσεται από την ξαφνική έλευση ενός υποψήφιου γαμπρού για τη μητέρα.
Ο Βασίλης Νανάκης, με τη σκηνοθετική του ματιά κι ευαισθησία, δημιουργεί από την πρώτη στιγμή μια ονειρική υποβλητική ατμόσφαιρα και μας περνάει απέναντι: απέναντι από το πραγματικό, αλλά και απέναντι από την ψευδαίσθηση. Η θεατρική σκηνή, το κλειστό μικροαστικό διαμέρισμα της ιστορίας, γίνεται αλληγορικά η «άλλη» σκηνή, το ασυνείδητο, ένας τόπος γεμάτος «φωνές» που τον κυριεύουν και συνομιλούν μεταξύ τους, διαφωνούν, ασκούν κριτική για θέματα φαινομενικά ιδιωτικά μα που καταλήγουν ωστόσο, όπως άλλωστε αρμόζει στο θέατρο, να αποκτούν κοινωνικό χαρακτήρα: οι φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, ο γάμος και ο έρωτας σε μεγάλη ηλικία, ο υλισμός, η περιθωριοποίηση, η αποξένωση για να αναφέρουμε κάποια από τα θέματα που αναδύονται. Ο σαρκασμός, το μαύρο χιούμορ, γίνονται τα πιο ελκυστικά εργαλεία για να αποδοθούν τα «προσωπεία» της κοινωνίας. Η παράσταση βρίθει από μηνύματα και συμβολισμούς που κεντρίζουν και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.
Αυτό όμως που πραγματικά κλέβει τις εντυπώσεις είναι η υποκριτική-ερμηνεία του Βασίλη Νανάκη, που τρέπει επιδέξια τον ρόλο του ηθοποιού σε επιτέλεση, περφόρμανς. Ο Νανάκης εργαλειοποιεί στο έπακρο το πρόσωπο, το σώμα, μα πρωτίστως τη φωνή του, τα μεταχειρίζεται σαν να πρόκειται για ένα «δημιουργικό αντικείμενο» ανάμεσα στα υπόλοιπα της σκηνής. Μορφασμοί, βλέμματα, γκριμάτσες, συσπάσεις, αιωρήσεις, το πρόσωπο και το σώμα του γίνονται ένας ζωντανός καμβάς όπου αποτυπώνεται η αγωνία, το συναίσθημα, οι συναισθηματικές μεταπτώσεις. Αν και πρόκειται για εσωτερικό μονόλογο, η φωνή του πλημμυρίζει τον χώρο, γεννά μια ιδιότυπη πολυφωνία. Ο θεατής παρακολουθεί τον ήρωα, μα έχει την αίσθηση ότι βλέπει περισσότερα άτομα, ήρωες που δεν φαίνονται, αλλά είναι.
Το έργο υιοθετεί τις αρετές του πρωτοποριακού θεάτρου: η ιστορία αρχίζει και τελειώνει σε έναν χρόνο που είναι ακριβώς ίδιος με πριν, λες και δεν είναι παρά μια παρένθεση στον χρόνο, μια παρένθεση στη μονότονη ζωή, μια ατελής παρένθεση, «ένα πατατάκι μέσα στη ζάχαρη». Η διαρκής παρουσία στη σκηνή του μουσικού-ηθοποιού (Σακελλίου), ντυμένου πανομοιότυπα με τον ήρωα, σαν αντανάκλαση εαυτού, σαν alter ego, που τον συνοδεύει συνεχώς με το σόλο κλαρινέτο του, δίνει έναν ιδιαίτερο ρυθμό στο έργο, σαν μουσικό ρεφρέν. Μοιάζει να κρατά έναν «μαγικό αυλό» που υπνωτίζει με τη μελωδία τον ήρωα και τον κατευθύνει, όπως ακριβώς και στο γνωστό παραμύθι. Η ίδια μεταφορά επανέρχεται και με την επιμελημένη επιλογή των θεατρικών κουστουμιών: η ριγέ ασπρόμαυρη καζάκα, τα γάντια, η λευκή μπογιά στο πρόσωπο, η κίνηση, όλα αναδεικνύουν τον άνθρωπο ως μαριονέτα, όλα γίνονται μεταφορά μιας ψεύτικης, κενής, μηχανικής και αδιέξοδης ζωής, όλα συνθέτουν μια μελωδία κίνησης και ακινησίας, παύσης και συνέχειας. Η πρωταγωνιστική παρουσία της μητέρας του ήρωα, όχι ως έμψυχο ον, αλλά ως τμήμα του διακόσμου, του σκηνικού, επαυξάνει την εντύπωση ενός αμετακίνητου και αποστειρωμένου κόσμου.
Σημαντικό εξίσου στοιχείο της παράστασης ο φωτισμός που δένεται με τη μουσική και τον ηθοποιό για να παίξει με τις αντιθέσεις, με τρόπο που θυμίζει βουβό κινηματογράφο. Η εναλλαγή των χρωμάτων δένεται με τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ήρωα, ενώ η εναλλαγή του φωτός με το σκοτάδι, σηματοδοτεί την εναλλαγή των σκηνών, σύντομες και περιεκτικές μοιάζουν να εστιάζουν μόνο στο ουσιώδες.
Ο Βασίλης Νανάκης πετυχαίνει σκηνοθετικά και ερμηνευτικά να συνθέσει μια ποιητική του χρόνου, αποδεικνύοντας ότι γνωρίζει άριστα την τέχνη που υπηρετεί και μετουσιώνει σε συλλογική εμπειρία. Μια εμπειρία του εύθραυστου και του εφήμερου, της τάξης και της αταξίας, της μονοτονίας και του αναπάντεχου, αναπάντεχο όπως ακριβώς ένα «Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη», λίγο αλάτι μες τη ζωή.